When you explain it, it becomes BANAL.

2005 (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο 2005 (διήγημα)

Φύλλα παλιών εφημερίδων ήταν απλωμένα πάνω στο τραπέζι του μπαλκονιού, ένα αυτοσχέδιο τραπεζομάντηλο από ξεθωριασμένο μελάνι και χρώμα. Στη μία πλευρά του ήταν τακτοποιημένα ένα μήλο, ένα τενεκεδάκι γεμάτο σπόρους, ένας μεγάλος μπλε συνδετήρας κι ένα μικρό λευκό μαχαίρι κουζίνας. Τα όσα κάλυπταν συνήθως το τραπέζι –το πλαστικό τραπεζομάντηλο, η γλάστρα με τον βασιλικό, το παλιό ραδιοκασετοφωνάκι, το τασάκι– είχαν παραμεριστεί για την ώρα. Βγήκε έξω στο μπαλκόνι και κάλυψε την άδεια επιφάνεια του τραπεζιού με ένα κλουβί. Όλα ήταν έτοιμα.

Τον κοιτούσα να αφαιρεί ένα ένα τα συμπράγκαλα του κλουβιού –τις ταΐστρες, την ποτίστρα, τη μικρή πλαστική μπανιέρα, το φαγωμένο μαρούλι, το παστέλι–, να πετάει ό,τι περιττό και να τα ξεπλένει στην πέτρινη βρύση. Οι κινήσεις του ήταν αργές, αλλά μεθοδικές. Σκεφτόμουν συνέχεια πόσο πιο γρήγορα θα δούλευαν τα δικά μου χέρια, αλλά αυτό ήταν το δικό του τελετουργικό κι εγώ δεν ήμουν παρά ένας παρατηρητής – όπως και το καναρίνι.

Τίναζε τα κίτρινα και καφετί φτερά του και στεκόταν στο κλαδί του, ενώ συχνά πυκνά κουνούσε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά σαν απορημένο. Έστρεψε το βλέμμα του σ’ εμένα και έβγαλε μια γκρινιάρικη κραυγή. Έπειτα πετάρισε από κλαδί σε κλαδί, ώσπου τελικά βολεύτηκε στην κούνια του, περιμένοντάς τον να πλησιάσει ξανά.

Αφού τελείωσε το πλύσιμο, σκούπισε τα χέρια στο παντελόνι του και εξαφανίστηκε πάλι στην κουζίνα. Γύρισε ύστερα από δυο λεπτά με μια κανάτα κρύο νερό από το ψυγείο. Γέμισε την ποτίστρα και την μπανιέρα με το κρύο νερό από την κανάτα και μία μία τις τοποθέτησε στις ανάλογες θέσεις τους στο εσωτερικό του κλουβιού. Όταν τον ρώτησα γιατί έβαλε νερό από το ψυγείο, με κοίταξε γελώντας.

«Εσύ γιατί πίνεις νερό από το ψυγείο το καλοκαίρι; Αυτόν τον ρώτησες αν θέλει να πίνει ζεστό νερό με τόση ζέστη;»

Ξαναγέμισε τις ταΐστρες με φρέσκους σπόρους για πουλιά και έκοψε με το μαχαίρι το μήλο στα τέσσερα. Έδωσε ένα τέταρτο σ’ εμένα, ένα τέταρτο έφαγε ο ίδιος, ένα άφησε στην άκρη. Λύγισε τον συνδετήρα στη μέση με τέτοιον τρόπο, ώστε να μοιάζει με γάντζο, τρύπησε μ’ αυτόν τη σάρκα του κομματιού που είχε μείνει και το κρέμασε στο εσωτερικό του κλουβιού. Το πουλί ούτε ζάρωσε ούτε μετακινήθηκε από τη θέση του. Όταν το τραχύ του χέρι ήταν πλέον έξω από το κλουβί και η πόρτα κλειστή, το καναρίνι πετάρισε προς το νερό και με ένα τιτίβισμα –σαν να έλεγε: «Ευχαριστώ!»– έσπευσε να πιει. Φάνηκε όντως να του αρέσει το δροσερό νερό. Τον κοιτάξαμε για λίγο με ικανοποίηση. Έπειτα εκείνος πήρε το κλουβί και το κρέμασε σ’ ένα καρφί στον τοίχο από πάνω μας. Κάθισε στη λευκή πλαστική καρέκλα –στη θέση του–, μου έδωσε το κομμάτι μήλου που είχε βάλει στην άκρη χαμογελώντας και άρχισε να χαζεύει τους περαστικούς κάτω στον δρόμο. Τον άκουγα, καθώς έτρωγα το μήλο μου, να σιγομουρμουράει ένα παλιό αγαπημένο του τραγούδι. Δεν άργησαν να ακουστούν κελαηδίσματα.

Πάει πολύς καιρός απ’ όταν επισκέφτηκα τον τάφο του. Είναι και η γιαγιά εδώ. Τοποθετώ τα λευκά χρυσάνθεμα που αγόρασα στο βάζο του μνήματος, σκουπίζω βιαστικά το μνήμα, ξεχορταριάζω, ποτίζω τα λουλούδια. Φυσάει ζεστός αέρας – άλλο ένα καλοκαιρινό πρωινό. Κάθομαι στο κρύο μάρμαρο να πιω μια γουλιά νερό και κοιτάζω τις φωτογραφίες – είναι σχεδόν όπως τους θυμάμαι. Τα κυπαρίσσια είναι γεμάτα με πουλιά που κελαηδούν ασταμάτητα. Έκτος από αυτά, επικρατεί ησυχία στο νεκροταφείο. Αυτοκίνητα ακούγονται στο βάθος να διασχίζουν με ταχύτητα τον κεντρικό.

Μια ξαφνική αναταραχή στον καλοκαιρινό άνεμο κι ένα βίαιο φτερούγισμα σπάνε τη σιωπή. Στην αρχή διστάζω – κι όμως, είναι τόσο κοντά μου. Το φτερό του μπορεί και να έσπασε από την πτώση – μα εγώ δεν ξέρω από πουλιά. Πλησιάζω, σκύβω, κι εκείνο –παραδόξως– δεν αποτραβιέται. Όταν το κρατάω στα χέρια μου, νιώθω την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Το αφήνω πάνω στο μάρμαρο κι εκείνο απλώς στέκεται εκεί, κοιτώντας με απορημένο. Ρίχνω λίγο από το νερό μου στη χούφτα μου –τα δάχτυλα και η παλάμη μου δροσίζονται μεμιάς– και του προσφέρω να πιει. 


Μοιράσου το με αγαπημένους σου