When you explain it, it becomes BANAL.

Εγκλεισμός (Ι) (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Εγκλεισμός (Ι) (διήγημα)

(Ι)

 

Φεβρουάριος 2020. Οι μέρες του μεγάλου χειμώνα, όταν όλη η Ελλάδα παρέλυσε εξαιτίας της σφοδρής χιονόπτωσης. Θυμάμαι πως τότε είχαμε καραντίνα, οι τουρίστες βρίσκονταν στη χώρα τους, και εγώ, μαζί με τον κύριο Σωκράτη, επισκεπτόμασταν μέρα πάρα μέρα το μαγαζί για να σκουπίσουμε και να δούμε ότι όλα τα αντικείμενα βρίσκονταν στη θέση τους.

Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα την εργασία στο μαγαζάκι της Οδού Ηφαίστου βαρετή και τον εαυτό μου να βαλτώνει. Οι δρόμοι άδειοι, τα παιδιά κλεισμένα στο σπίτι τους όλη την ημέρα πλην των ωρών που έβγαιναν με τους γονείς τους για περπάτημα. Έβγαινα και εγώ και τους παρακολουθούσα, η πορεία μου πάντα προκαθορισμένη: από το διαμέρισμα στην Κυψέλη μέχρι το Μοναστηράκι, κάθε μέρα, από τις οκτώ το πρωί μέχρι τις εννιά το βράδυ.

Ο κύριος Σωκράτης είχε κάνει την απαραίτητη δήλωση εργασίας, έτσι ώστε να μπορώ να περνώ τους ελέγχους της αστυνομίας ανενόχλητος. Δεν έστελνα μηνύματα με «6», δεν σκάρωνα κάποιο ψέμα για να αποφύγω τα πρόστιμα. Καθημερινά, με σταματούσαν κοντά στο Δημαρχείο στην Αθηνάς, ζητούσαν τα χαρτιά μου, τα έδινα, τα ήλεγχαν και συνέχιζα τον δρόμο μου.

Παντού επικρατούσε η εικόνα της τέλειας δυστοπίας. Προσπαθούσα απεγνωσμένα να δημιουργώ ενδιαφέρουσες σκέψεις, να βάζω λίγη φαντασία στην καθημερινότητα (όχι ότι τη χρειαζόμουν και ιδιαίτερα ύστερα απ’ όσα είχα δει), περισσότερο για να νιώσω την αλλαγή της μονοτονίας παρά να κοροϊδέψω τον εαυτό μου ότι η κατάσταση θα άλλαζε σύντομα. Τα κλειστά μαγαζιά μαύριζαν την ψυχή μου. Το αγαπημένο μου καφέ, το Φλιτζάνι, που συνήθιζα να αγοράζω φρέντο εσπρέσο μέτριο με την όμορφη σερβιτόρα που πάντα ήθελα να της μιλήσω, αλλά πάντα ντρεπόμουν να κάνω το πρώτο βήμα, παρέμενε κλειστό, έρμαιο στη σιχαμερή εκείνη αρρώστια που θέριζε κατά χιλιάδες ολόκληρο τον κόσμο. Περνούσα συνεχώς από μπροστά ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα άνοιγε ξανά την αγκαλιά του και οι υπάλληλοι θα με υποδέχονταν με τα φωτεινά τους χαμόγελα και τις εγκάρδιες καλημέρες τους. Κατάφερα να αντέξω μονάχα έναν μήνα, και μετά αποφάσισα να αλλάξω διαδρομή αποφεύγοντας οποιαδήποτε ανάμνηση που θα μου έριχνε περισσότερο την ήδη καταρρακωμένη μου ψυχολογία. 

Είχα μάθει το όνομα της κοπέλας από σπόντα, όταν το αφεντικό τής ζήτησε να κάνει ταμείο. Την έλεγαν Κατερίνα. Αραιά και πού, όταν η επιστροφή στην κανονικότητα φάνταζε γλωσσοδέτης και όχι ανεκπλήρωτο όνειρο, ανταλλάσσαμε κουβέντες –μη φανταστείτε κάτι ιδιαίτερο, «καλημέρα», «καλησπέρα», «τι κάνεις;», «καλά»–, κάνα χαμόγελο στη ζούλα από αμηχανία και μόνο, ενώ ο Λάμπρος, ο μπαρίστα, μου ετοίμαζε τον καφέ πίσω από την μπάρα του μαγαζιού.

Εκείνη την ημέρα –θυμάμαι πως ήταν Τρίτη, γιατί την προηγούμενη η τηλεόραση έπαιζε μία σειρά που έβλεπα φανατικά– αποφάσισα να επιστρέψω στις παλιές μου συνήθειες και να κρυφοκοιτάξω λίγο στο παρελθόν, να περπατήσω την παλιά διαδρομή προς το Μοναστηράκι, να περάσω την Αθηνάς και να βγω στον σταθμό.

Προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα κάποια μαγαζιά ανοικτά. Υπέθεσα ότι είχε αλλάξει κάποιος νόμος και δεν το είχα πάρει χαμπάρι. Είχα σταματήσει να βλέπω ειδήσεις, καθώς οι συχνές αναφορές στους αριθμούς των θυμάτων και οι δηλώσεις των συγγενών τους στα κανάλια με γέμιζαν με περισσότερη θλίψη και παράπονο. Φανταζόμουν πώς θα ήταν, εάν κάποιο φιλικό μου πρόσωπο προσβαλλόταν από εκείνη την παλιοασθένεια και πώς θα περνούσαν οι μέρες του στις ψυχρές κλίνες του νοσοκομείου μακριά από τα αγαπημένα του πρόσωπα.

Παρ’ όλα αυτά, δέχτηκα την αλλαγή των νέων δεδομένων με περίσσεια χαρά. Θυμάμαι πως, καθώς περπατούσα ανάμεσα στους περαστικούς, χαμογελούσα σαν τα μικρά παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο στην Πλατεία Δημαρχείου. Βέβαια, παρά τη ζωντάνια γύρω μου, στο μυαλό μου συνέχιζε να επικρατεί ο απόηχος μιας ευχής: «Μακάρι και το Φλιτζάνι να είναι ανοικτό…».

Τα αδέσποτα, που άλλοτε τριγυρνούσαν στα σκουπίδια ψάχνοντας αποφάγια, είχαν τώρα τα δικά τους πιατάκια γεμάτα φαγητό και νερό. Περισσότερος κόσμος, περισσότερη ζωή, πραγματική ζωή, στους δρόμους και στα πάρκα. Με κάποιον παράξενο τρόπο, ο εγκλεισμός είχε εμφυσήσει την ενσυναίσθηση στις καρδιές των ανθρώπων. Όσοι απέφευγαν να εξισώσουν τον εαυτό τους με τους άλλους λαούς, δέχτηκαν ένα σφοδρό ταρακούνημα, αισθάνθηκαν την ύπαρξή τους εύθραυστη, ετοιμόρροπη. Ο θάνατος ήταν ίδιος και απαράλλαχτος για όλους, ανεξαιρέτως θρησκείας και φυλής. Οι άνθρωποι πέθαιναν απροειδοποίητα και όσοι ζούσαν καταλάβαιναν ότι ο εχθρός ήταν κοινός και σκότωνε αδιακρίτως οποιονδήποτε στεκόταν στο διάβα του.

Το Φλιτζάνι ήταν ένα από τα μαγαζιά που είχαν φώτα. Το ξεχώρισα εύκολα, παραφωνία ανάμεσα στις σκοτεινές βιτρίνες δίπλα του. Δύο άτομα στο εσωτερικό, ο Λάμπρος πίσω στην μπάρα γυάλιζε τα ποτήρια με ένα καφέ πανί και η Κατερίνα σκούπιζε τα πολύχρωμα πλακάκια με μία κόκκινη σφουγγαρίστρα. Από τις κινήσεις τους φαίνονταν εξουθενωμένοι.

Έκανα να περάσω μέσα, μα η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Το τράνταγμα της τζαμαρίας προκάλεσε την έκπληξη των υπαλλήλων. Άφησαν για λίγο τα πόστα τους και κοίταξαν τον άγνωστο πελάτη που θέλησε να πιει καφέ. Εμένα. Με χαιρέτησαν από μακριά.

Ο Λάμπρος είπε κάτι στην Κατερίνα και αυτή ένευσε καταφατικά. Τοποθέτησε τη σφουγγαρίστρα πίσω στον κουβά και, γλιστρώντας στα βρεγμένα πλακάκια με μαεστρία πατινέρ, ξεκλείδωσε την πόρτα.

«Περάστε, κύριε, ο φρέντο εσπρέσο σκέτος ετοιμάζεται» μου είπε αστειευόμενη.

Έκανα υπόκλιση και μπήκα μέσα προσπαθώντας να μην πατήσω στα σημεία όπου είχε σφουγγαρίσει. Στον πάγκο με περίμενε ο καφές μου. «Κερασμένος» είπε ο Λάμπρος και κρύφτηκε στο καμαράκι.

Έμεινα μόνος με την Κατερίνα. Η καρδιά μου χτυπούσε φρενιασμένα, το χαμόγελο στα χείλη μου κολλημένο, λες και κάποιο νήπιο ζωγράφισε με τον πιο αφελή τρόπο το πρόσωπο ενός χαρούμενου ηλίθιου. Ήθελα να της μιλήσω επιτέλους, να της συστηθώ. Οι συνθήκες, όσο παράξενες και αν ήταν, όσο μακριά έμοιαζε η κανονικότητα, με προσκαλούσαν να κάνω το τεράστιο και σίγουρα αναγκαίο πρώτο βήμα. Οι συζητήσεις με τον κύριο Σωκράτη με είχαν αλλάξει, όσα είχα δει στο μαγαζάκι της Οδού Ηφαίστου με είχαν αλλάξει, η κατάσταση της καραντίνας με είχε αλλάξει. Παλιότερα ίσως να άφηνα την ευκαιρία να γλιστρήσει από τα ακροδάχτυλά μου και να χαθεί στο πουθενά, όμως εκείνη τη δεδομένη στιγμή ήμουν αποφασισμένος να δράσω. «Ποιος ξέρει;»  σκέφτηκα, «ίσως ο κόσμος να τελειώσει αύριο».

Έτεινα το χέρι μου μπροστά, το χαμόγελο τώρα κόντευε να ακουμπήσει τα αφτιά μου. Ήλπιζα να μη φαίνομαι γελοίος.

«Γιάννης» μουρμούρισα γεμάτος άγχος.

«Κατερίνα» απάντησε εκείνη και το όνομά της ακούστηκε στα αφτιά μου σαν το πιο όμορφο ποίημα που δεν γράφτηκε ποτέ. Ήταν πανέμορφη και εγώ ερωτευμένος.

Μιλήσαμε για λίγο, της είπα πού εργαζόμουν και με τη σειρά της μου είπε ότι με είχε δει δύο φορές να ξεσκονίζω τα αντικείμενα της βιτρίνας. Το σώμα μου έκαιγε από υπερένταση. Χάρηκα. «Δύο φορές είναι κάτι» είπα από μέσα μου.

Σαν από αντίδραση στον παραλογισμό της καθημερινότητας τη ρώτησα εάν θα ήθελε να περάσει από το μαγαζί αργότερα. Εδώ και καιρό είχα στον νου μου να της χαρίσω την όμορφη στέκα με τις πέρλες που ο κύριος Σωκράτης αδυνατούσε να πουλήσει.

«Βεβαίως» είπε κατακόκκινη, τα μάτια της κολλημένα στα πλακάκια που άρχιζαν σιγά σιγά να στεγνώνουν. «Έχω να κάνω τα τραπέζια και μετά θα έρθω. Έχουμε μόνο take away και ο Λάμπρος τα καταφέρνει και μόνος του». Γύρισε προς το καμαράκι. «Σωστά, Λάμπρο;»

Από την κάσα της πόρτας ξεπρόβαλε το κεφάλι του μπαρίστα, το βλέμμα του πονηρό, γεμάτο υπονοούμενα. Της ένευσε καταφατικά. «Ναι, το ’χω, κάνε τη φάση σου, εξάλλου το μαγαζί θα είναι ανοικτό για κάνα τρίωρο ακόμα» είπε και συνέχισε να ασχολείται με ό,τι έκανε προηγουμένως.

«Τελικά, ήταν εύκολο» σκέφτηκα, «σχεδόν παιδαριώδες». Στιγμιαία, τα έβαλα με τον εαυτό μου, γιατί κατάλαβα ότι, όταν αφήναμε τα θέλω μας να αλωνίσουν ανενόχλητα χέρι χέρι με τις φοβίες μας, δημιουργούσαν τη σύγχυση και τις ανασφάλειες που με τόσο έντονο τρόπο διαμόρφωναν την ύπαρξή μας. Η συνειδητοποίηση ότι η ζωή μπορούσε να σταματήσει εν ριπή οφθαλμού υπήρχε μόνο σαν σκέψη, αλλά η αναπάντεχη εμφάνιση της πανδημίας τής έδωσε το απαραίτητο βήμα που απαιτούνταν για να την κάνω κτήμα μου. Εξάλλου, τα μαγικά αντικείμενα στο αποθηκάκι, αν και με επηρέαζαν άμεσα, δεν έπαιζαν τον πρωταρχικό ρόλο στη ζωή μου. Δεν ήμουν θεός, αλλά θνητός, δεν ήμουν κάποιο ανώτερο ον με πανίσχυρες δυνάμεις, αλλά άνθρωπος. Και ως τέτοιος έπρεπε να πράττω από εδώ και στο εξής.

«Τέλεια, λοιπόν! Θα τα πούμε σε λίγο!»

Πέρασα έξω και κατευθύνθηκα προς την Οδό Ηφαίστου. Λίγες γουλιές από τον κρύο καφέ ήταν αρκετές για να ζεστάνουν την καρδιά μου. Μόλις είχε αρχίσει η ημέρα και ήδη αισθανόμουν ανανεωμένος. Το να υπερπηδάς τα εμπόδια που ο ίδιος είχες θέσει στον εαυτό σου σε φέρνει ένα μικρό βήμα πιο κοντά στην ολοκλήρωση.

Κατά το απόγευμα με επισκέφθηκε η Κατερίνα. Την ξενάγησα στον χώρο και της πρόσφερα τη στέκα με τις πέρλες, ελπίζοντας πως ο κύριος Σωκράτης δεν την είχε τάξει κάπου αλλού. Χάρηκε πολύ. Με ευχαρίστησε και, αφού την πρόβαρε στον καθρέφτη, κάτσαμε να φάμε.

Είχε αγοράσει κινέζικο και γευματίσαμε στον πάγκο του ταμείου. Μιλήσαμε αρκετά, της είπα ιστορίες με παράξενους αγοραστές και ακόμα πιο παράξενους πωλητές, για τον κύριο Σωκράτη και για το πόσο πολύ μου έλειπε η ρουτίνα, αποκρύπτοντας φυσικά κάθε φανταστικό γεγονός που θα της προκαλούσε ερωτηματικά.

Προτού το καταλάβουμε, έξω είχε αρχίσει να νυχτώνει. Κατά τις οκτώ αποφασίσαμε να φύγουμε. Η Κατερίνα μάζεψε τις συσκευασίες με τα noodles, εγώ σιγουρεύτηκα ότι η πόρτα στο αποθηκάκι παρέμενε κλειδωμένη.

Και τότε, ένα ξαφνικό επιφώνημα έκπληξης με έκανε να αναπηδήσω πανικόβλητος.

«Κοίτα!» είπε η Κατερίνα δείχνοντας τις πρώτες νιφάδες χιονιού που έπεφταν στον πεζόδρομο.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, ακριβώς από πάνω από τα κεφάλια μας, στο πατάρι, ακούστηκαν βήματα… 


Μοιράσου το με αγαπημένους σου