When you explain it, it becomes BANAL.

Φύλαξ (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Φύλαξ (διήγημα)

Υπάρχουν στιγμές που, όταν κοιμάμαι, νιώθω ότι βρίσκομαι παρών σε βροχές χιλιάδων αστεριών. Σκαρφαλωμένος σε βουνοκορφές, ξαπλωμένος σε λαγκάδια και σε προβλήτες, ακόμα και στον ουρανό, αιωρούμενος, παρατηρώ το μοναδικό φαινόμενο με το στόμα ανοιχτό.

Άλλες φορές νιώθω ότι κολυμπάω δίπλα σε ψάρια και καρχαρίες, γύρω από πολύχρωμους υφάλους και μέσα σε ναυάγια πειρατικών πλοίων. Τότε νιώθω ένα απερίγραπτο συναίσθημα απελευθέρωσης. Δεν ανήκω σε αυτόν τον κόσμο, μα σε έναν άλλον, μακρινό, σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος δεν υφίσταται και οι εποχές δεν αλλάζουν. Σε έναν κόσμο υπαρκτό και συνάμα φανταστικό.

Εξετάζω αυτό το ιδιαίτερο περιβάλλον γύρω μου ως το πιο απαιτητικό αίνιγμα της ανθρωπότητας. Πάντα ήθελα να αποκτήσω νέες γνώσεις, να ταξιδέψω σε άγνωστες –προς εμένα– ηπείρους, να γνωρίσω μακρινούς πολιτισμούς, έθιμα και παραδόσεις. Μπορεί στο παρελθόν να μην τα κατάφερα με επιτυχία, πλέον όμως έχω την ελευθερία να κάνω όλα όσα φαντάστηκα κάποτε. Και είναι τόσο υπέροχο το συναίσθημα της ολοκλήρωσης!

Βλέπω πρόσωπα χαρούμενα, ζευγάρια να συνομιλούν, μωρά να γουργουρίζουν στα καροτσάκια τους, σκυλιά να παίζουν με τα αφεντικά τους στα πάρκα. Και εγώ κάθομαι σε ένα παγκάκι απέναντί τους και γελάω από καρδιάς, λες και αποτελώ μια μικρή, φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια στο κάδρο της ζωής τους.

Συχνά με βλέπουν και μου χαμογελούν, πιο σπάνια τρομάζουν, μα τις περισσότερες των περιπτώσεων δεν μου δίνουν την παραμικρή σημασία. Τους καταλαβαίνω, έχουν και αυτοί τις σκοτούρες τους, όπως και εγώ, εξάλλου. Τρέχουν μανιωδώς δεξιά και αριστερά για να επιβιβαστούν στα λεωφορεία με μία βαλίτσα ανά χείρας, βάζουν το πόδι στην πόρτα του μετρό για να την προλάβουν πριν κλείσει, σκουπίζουν τον ιδρώτα στην πετσέτα του μπάνιου ύστερα από μία κουραστική μέρα. Και ο κατάλογος συνεχίζεται αέναα, ώσπου…

Βρίσκω την ευκαιρία και τους ακολουθώ, συνωστίζομαι μαζί τους και τους παρακολουθώ να αφήνονται στη ρουτίνα και στους φρενήρεις ρυθμούς της καθημερινότητας. Τους ακουμπάω –άθελά μου τάχατες– και με μεγάλη μου λύπη αφουγκράζομαι την ψυχή τους. Είναι κρύα, δίχως αγάπη, δίχως ελπίδα και όνειρα. Τα μάτια τους, θολά, κοιτάζουν την άβυσσο του κενού, οι αισθήσεις τους λειψές, ελαττωματικές. Βαδίζουν γρήγορα προς τον τερματισμό παρακάμπτοντας την αναζήτηση που προσφέρει το ταξίδι, στέκουν αόρατοι στις προκλήσεις του παρόντος αφήνοντας το μέλλον να γλιστρήσει από τα ακροδάχτυλά τους σαν κόκκοι άμμου. Άτομα προσκολλημένα στον στόχο, καταδικασμένα να κυνηγούν το εφήμερο, το μάταιο, το άπιαστο.

Και είναι πολύ κρίμα, γιατί και εγώ έτσι έζησα και μπορώ να τους καταλάβω απόλυτα. Σαν ακάλεστο ξωτικό-καλοθελητής τους προσεγγίζω στα κρυφά και προσπαθώ να τους μεταπείσω. «Κάνετε λάθος!» τους ψιθυρίζω. Κυκλοφορώ ανάμεσά τους, τους παίρνω στο κατόπι μέχρι να φοβηθούν, να χάσουν αυτό το τρένο ή το λεωφορείο που θα τους καταστρέψει. Όχι σύντομα, μα στο μέλλον. Συνέβη και σε εμένα, και η ιστορία μου δεν είναι διόλου χαρωπή. Αντιθέτως, είναι δραματική. Πολύ δραματική.

Πιστεύετε στους φύλακες αγγέλους; Όχι, όχι! Δεν εννοώ αυτούς της χριστιανοσύνης. Ένας φύλακας άγγελος μπορεί να μην έχει άυλη υπόσταση και να ανήκει στη βασιλεία των ουρανών. Ένας φύλακας άγγελος μπορεί να βρίσκεται εδώ, τα πόδια του να πατούν στη Γη, να έχει οποιαδήποτε μορφή. Όπως, για παράδειγμα, τη μορφή ενός σκύλου ράτσας Αγίου Βερνάρδου που βρήκε έγκαιρα τον χαμένο ορειβάτη στα χιόνια, ή του προστατευτικού κιγκλιδώματος που έσωσε τον μεθυσμένο οδηγό από τον εκτροχιασμό στο χαντάκι, ή ακόμα και του μάγειρα που προετοιμάζει ακούραστος τα γεύματα στα συσσίτια των αστέγων. Τόσο πολλές μορφές, τόσοι αμέτρητοι φύλακες! Και ξέρετε κάτι; Εάν δεν έχετε κάποιον φύλακα άγγελο στην παρέα σας, θα σας συνιστούσα να κοιτάξετε τον καθρέφτη. Ίσως να είστε εσείς και να μην το γνωρίζετε.

Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να γίνω και εγώ φύλακας άγγελος των ανθρώπων που μου μοιάζουν. Των ανθρώπων που έχουν χάσει την πίστη στον εαυτό τους, έχουν βυθιστεί στην απάθεια και περιμένουν καρτερικά το τέλος, δίχως να κοιτούν γύρω τους, παρά μόνο μπροστά. Πάντα μπροστά.

Και να σου τα ατυχήματα! «Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει» λέει ο λαός, και τα μάτια μου έχουν δει πολλά τέτοια σκηνικά: άτομα με κουρασμένους σβέρκους από τις υπερωρίες σκύβουν το κεφάλι τους, περνούν τον δρόμο απρόσεκτα και έπειτα… Ω, Θεέ μου, όχι! Όχι! Δεν μπορώ να σκέφτομαι αυτές τις εικόνες. Μία προσταγή ή ένα άγγιγμα μπορεί να λειτουργήσει ως αρχή για καυγά, όμως στην προκειμένη περίπτωση καθίσταται αναγκαίο, πόσω μάλλον σωτήριο. Και, πιστέψτε με, χωρίς να περιαυτολογήσω, έχω σώσει χιλιάδες ανθρώπους από βέβαιο θάνατο.

Θα μπορούσα να σας διηγηθώ άπειρες ιστορίες σχετικά με αφανή ανδραγαθήματα και πράξεις καλή θέλησης, όμως θα προτιμήσω να κρατήσω χαμηλό προφίλ. Ο σκοπός μου δεν είναι να εξυψωθώ στα μάτια σας, μα να σας προσφέρω τον μικρό σπινθήρα που θα φέρει την εσωτερική ανάφλεξη. Αμέτρητα περιστατικά που βοήθησα τους συνανθρώπους μου, όταν ο κόσμος γύρω τους είχε αποσυνδεθεί, αφήνοντας το άτομο που κινδύνευε στο έλεος της μοίρας του.

Θα διαλέξω ένα συγκεκριμένο περιστατικό μέσα από τα χιλιάδες και θα προσπαθήσω να σας το διηγηθώ. Είναι το αγαπημένο μου και πάντα θα κατέχει ειδική θέση στην καρδιά μου. Ο πρωταγωνιστής είναι ένα κοριτσάκι, περίπου πέντε ετών.

Ήταν φθινόπωρο και αποφάσισα να περπατήσω στο πάρκο. Ο καιρός ήταν λίγο κρύος, αλλά δεν με πείραζε – μου αρέσουν όλες οι εποχές, ανεξαιρέτως. Καθόμουν, λοιπόν, σε ένα παγκάκι και είδα το μικρό κοριτσάκι –την πρωταγωνίστρια της ιστορίας– να περπατά μόνο του στο πάρκο. Φορούσε αδιάβροχο και πλαστικές, μικρές γαλότσες δύο νούμερα μεγαλύτερες. Στα μικροσκοπικά του χεράκια κρατούσε μία ομπρέλα με τον Γουίνι και τους φίλους του. Χοροπηδούσε στις πλάκες, σφύριζε ανέμελα τον ρυθμό από κάποιο γνωστό παιδικό τραγούδι και πλατσούριζε στις γεμάτες με νερό λακκούβες.

Όταν το είδα, ένιωσα μία ακατανόητη νοσταλγία για την παιδική μου ηλικία. Θυμήθηκα πόσο αθώος και ανέμελος ήμουν τότε που ο χρόνος δεν είχε καμία επιρροή επάνω μου. Τότε, μικρούλης ακόμα, δεν μετρούσα τις ημέρες σε ώρες, αλλά σε στιγμές. «Σήμερα θα πάω να παίξω εξερεύνηση» έλεγα και χανόμουν για ώρες στον κήπο. Όσο μεγάλωνα, όμως, γνώρισα το ρολόι και άρχισα να το κοιτάζω. «Σε δέκα λεπτά» έλεγα, «τελειώνει το μάθημα». Αργότερα: «Σε δέκα λεπτά» έλεγα, «τελειώνει η βάρδια». Η μικρή κυρία με έβαλε σε σκέψεις. Με μάγεψε, ένιωσα ακριβώς όπως η Αλίκη, όταν αντίκρισε για πρώτη φορά τη γάτα του Τσέσαϊρ, έναν απροσδιόριστο φόβο και συνάμα θαυμασμό. Μία γλυκιά μελαγχολία.

Το παρατηρούσα για αρκετά λεπτά, ώσπου ξεκίνησε να βρέχει. Το κοριτσάκι άνοιξε την ομπρέλα του και περπάτησε λίγο πιο βιαστικά για να προλάβει το ξέσπασμα της καταιγίδας.

Και τότε συνέβη η συμφορά!

Ακούστηκαν οι πρώτες βροντές και ο ουρανός σκίστηκε στα δύο. Οι αστραπές ταρακούνησαν συθέμελα την ηρεμία του πάρκου. «Προμηνύεται μεγάλη κακοκαιρία» σκέφτηκα και σηκώθηκα από το παγκάκι ψάχνοντας καταφύγιο.

Έκατσα κάτω από ένα υπόστεγο με τα μάτια μου καρφωμένα στο κοριτσάκι. Κάποιοι θα το έλεγαν «ένστικτο», εγώ θα το πω απλώς «αγάπη». Ξαφνικά, βλέπω τον κεραυνό να πέφτει με ορμή σε ένα δέντρο και το δέντρο να λαμπαδιάζει ολοσχερώς. Πολλά κλαδιά έσπασαν, έπεσαν στο έδαφος, και σχηματίζοντας κλοιό παγίδευσαν το κοριτσάκι. Τρόμαξε. Καλούσε απεγνωσμένα τη μαμά του και τον μπαμπά του για να το βοηθήσουν, μα όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι να αποφύγουν τη θεομηνία. Κοιτούσαν μπροστά. Προς τον στόχο. Προς τη σωτηρία. Η βροχή θα έσβηνε τη φωτιά ύστερα από λίγο, αλλά ήξερα ότι τότε θα ήταν αργά για το κοριτσάκι. Πολύ αργά.

Έπρεπε να δράσω.

Δίχως να χρονοτριβήσω περισσότερο, έτρεξα προς τη φωτιά, πήδηξα τα καπνισμένα κλαριά, σήκωσα το κοριτσάκι από το έδαφος και το εναπόθεσα στις πλάτες μου. Βγήκα από την πύρινη κόλαση με ένα εντυπωσιακό (αν μη τι άλλο) σάλτο, πέρασα απέναντι στο υπόστεγο και το άφησα να ξαπλώσει πάνω στο παγκάκι.

Το κακόμοιρο είχε λιποθυμήσει.

Το πρόσωπό του χλωμό και τα μαλλάκια του καψαλισμένα στις άκρες. Για μια στιγμή πίστεψα ότι ήταν νεκρό. «Ω, συμφορά! Δεν θα συγχωρήσω ποτέ στον εαυτό μου κάτι τέτοιο…» Ευτυχώς, άνοιξε ξανά τα μάτια του. Ανακουφίστηκα.

Κόσμος πολύς άρχισε να μαζεύεται γύρω του και ο καταιγισμός των ερωτήσεων μπλέχτηκε με το σφυροκόπημα της βροχής στην οροφή του υπόστεγου. «Έι, κοριτσάκι! Είσαι καλά; Τι σου συνέβη; Πού είναι η μαμά και ο μπαμπάς σου;» Δεν ήξεραν πώς είχε βρεθεί εκεί ή ποιος το έσωσε από τη φωτιά, γιατί έφυγα αμέσως από δίπλα του. Βλέπετε, δεν μου αρέσει η δημοσιότητα, ούτε οι φωτογραφίες και τα πρωτοσέλιδα.

Η ιστορία μας τελειώνει κάπου εδώ.

Όπως πλέον θα φαντάζεστε, δεν είναι μόνο αυτές οι καθημερινές μου ασχολίες. Εκτός από το να προστατεύω τους ανθρώπους σε δύσκολες και επικίνδυνες καταστάσεις, πηγαίνω σε θέατρα και κινηματογράφους και παρακολουθώ παραστάσεις και ταινίες. Άλλες φορές πηγαίνω σε χοροεσπερίδες πολυτελών ξενοδοχείων και κρυφοκοιτάζω πίσω από τις πορφυρές κουρτίνες τις όμορφες κυρίες με τις υπέροχες τουαλέτες και τους κομψούς άντρες που καπνίζουν πούρα Αβάνας. Πού και πού επισκέπτομαι μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους, διαβάζω για την ιστορία του κάθε λαού και φαντάζομαι πώς θα ήταν η ζωή τους εκατοντάδες χρόνια πριν.

Αλλά τις περισσότερες φορές κολυμπάω δίπλα από καρχαρίες και γύρω από υφάλους, σε ναυάγια πειρατικών καραβιών, όπου στα αμπάρια τους υπάρχουν ακόμα κρυμμένοι, ανεκτίμητοι θησαυροί, πετάω σε άλλους πλανήτες και γαλαξίες, μετράω τα αστέρια και ακολουθώ νοητά με το δάχτυλό μου τους αστερισμούς στον ουρανό.

Και καμιά φορά επισκέπτομαι το μνήμα μου για να μου υπενθυμίσει ότι είμαι νεκρός, ώστε να θυμηθώ όλα αυτά που ξέχασα να προσφέρω στον εαυτό μου, για να μην ξεχάσω όλα αυτά που μπορώ να προσφέρω στους άλλους. 


Μοιράσου το με αγαπημένους σου