When you explain it, it becomes BANAL.

Η τελευταία παρτίδα των εραστών (ΙΙΙ) (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Η τελευταία παρτίδα των εραστών (ΙΙΙ) (διήγημα)

ΙΙΙ

              (συνέχεια από το προηγούμενο...)

 

«Σύμφωνα με τον αρχαίο αιγυπτιακό θρύλο, ο Ανδριανός ζήτησε από τον αρχιερέα της νεοσύστατης θρησκείας του Αντίνοου, Χέμεντε Σαντέκ, να μαγέψει το Ludus Latrunculi με ένα ξόρκι κατά το οποίο ο αυτοκράτορας θα μπορούσε να παίξει μία τελευταία παρτίδα με το αγαπημένο του πρόσωπο. Ο αρχιερέας τον διαβεβαίωσε ότι τα μάγια ήταν τόσο δυνατά που θα μπορούσε να δει τον εραστή του και να συνομιλήσει μαζί του. Τότε, συνειδητοποιώντας το λάθος του, ο αυτοκράτορας ξέσπασε σε λυγμούς. Συνειδητοποίησε ότι ο εραστής του ζούσε μέσα στις αναμνήσεις του και όχι σε ένα άψυχο ταμπλό από ελεφαντόδοντο. Φοβόταν να αντικρίσει τη μορφή του για μία τελευταία φορά. Ήθελε να τον θυμάται υγιή, όπως τη μοιραία εκείνη μέρα, προτού η νεκρική σήψη καταβροχθίσει και την τελευταία σπιθαμή ζωντάνιας, προτού η ομορφιά διαβρωθεί για πάντα από τη φρίκη του θανάτου.

»Έτσι, διέταξε τους υπηρέτες του να πετάξουν το μαγεμένο αντικείμενο στα καταπράσινα νερά του Νείλου και ζήτησε από όσους γνώριζαν την ύπαρξή του να ορκιστούν εχεμύθεια, αλλιώς θα θανατώνονταν. Όμως, ένας υπηρέτης κράτησε το Ludus Latrunculi, πιστεύοντας ότι κάποια στιγμή θα το πουλούσε έξω από τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Τα χρόνια πέρασαν και η ιστορία ξεχάστηκε.

»Το πώς βρέθηκε στην κατοχή μου, δεν είναι του παρόντος. Το μόνο που θέλω από εσένα είναι να μη στήσεις τα πιόνια».

Εκείνη την ημέρα ένιωθα αποδιοργανωμένος. Σκεφτόμουν τα λόγια του κύριου Σωκράτη και τον τραγικό θρύλο που κρυβόταν πίσω από το Ludus Latrunculi. Ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο να συνέβη στην πραγματικότητα; Δεν μπορούσα να πω με σιγουριά, αλλά ούτε ήμουν αρκετά ηλίθιος για να το δοκιμάσω. Στο παρελθόν είχα διαβάσει αρκετές μαρτυρίες που αναφέρονταν σε επισκέψεις πνευμάτων και τις θεωρούσα δεισιδαιμονίες, παραμύθια που έλεγαν οι γιαγιάδες στα εγγόνια τους στο μεσημεριανό τραπέζι, για να φάνε το φαγητό τους.

Παρ’ όλα αυτά, σε όλη την αφήγηση υπήρχε κάτι αδιάψευστο: τα πρόσωπα και τα γεγονότα είχαν περάσει στην ιστορία, στην πραγματική παγκόσμια ιστορία. Η λογική μου στεκόταν μετέωρη, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στον στείρο ορθολογισμό και στην αχαλίνωτη φαντασία. Το μαγεμένο ταμπλό με καλούσε να παίξω εκείνη την τελευταία παρτίδα που ο Ανδριανός δεν κατάφερε ποτέ του να παίξει. Το κάλεσμα μετατράπηκε σε εμμονή, και η εμμονή, η μητέρα όλων των παθών, με έφερε αντιμέτωπο με μία πρωτοφανή κατάσταση. Καθώς έφτιαχνα τα ράφια, καθώς εξυπηρετούσα τους ελάχιστους πελάτες που μας επισκέπτονταν, το μυαλό μου παρέμενε κολλημένο στο φιλντισένιο ταμπλό και στον θρύλο των δύο εραστών. Δεν άντεχα άλλο, κόντευα να καταρρεύσω.

Όταν ο κύριος Σωκράτης έφυγε νωρίτερα λόγω μίας υποχρέωσης, άδραξα την ευκαιρία και τρύπωσα στον μικρό δωμάτιο των θαυμάτων.

Εκείνη την ημέρα ο κύριος Σωκράτης φαινόταν χαμένος. Παραμιλούσε, ξεχνούσε τις εργασίες που έπρεπε να κάνουμε, και εγώ ήμουν αναγκασμένος να του τις θυμίσω. Λίγο πριν φύγει, μπήκε στο μικρό δωμάτιο βιαστικός, πήρε κάτι και στη συνέχεια έφυγε χωρίς να κλειδώσει. Ήταν η ευκαιρία μου και δεν έπρεπε να την αφήσω ανεκμετάλλευτη.

Περίμενα μέχρι να έρθει η ώρα που το μαγαζί θα έκλεινε. Μέχρι τότε, το μυαλό μου έπαιζε παιχνίδια, δημιουργούσε και κατέστρεφε σκέψεις και θεωρίες. «Δεν είναι δυνατόν» μονολογούσα, «αυτά συμβαίνουν μονάχα στα παραμύθια».

Στο τέλος, ενέδωσα.

Αφού πρώτα έριξα τα ρολά της βιτρίνας και κλείδωσα την πόρτα, πέρασα στο μυστηριώδες δωμάτιο γεμάτος αποφασιστικότητα.

Το ταμπλό βρισκόταν πάνω στο τραπέζι δίπλα από άλλα παράξενα αντικείμενα. Το γύρισα προσεκτικά προς τη μεριά της πόρτας, ώστε να μην πέσουν τα πιόνια των παικτών. Φαντάστηκα πως κάτι τέτοιο θα θύμωνε το πνεύμα, πως δεν θα ήθελε να εμφανιστεί, γιατί δεν έδειξα τον πρέποντα σεβασμό στο αγαπημένο του παιχνίδι. Με τρεμάμενα χέρια, άρχισα να στήνω τα πιόνια διαλέγοντας για εμένα τα μαύρα, όχι επειδή υπήρχε κάποιος συγκεκριμένος λόγος, αλλά επειδή θεώρησα ότι το άσπρο ήταν πιο ταιριαστό χρώμα για ένα πνεύμα. Έστησα και το τελευταίο πιόνι. Ήμουν έτοιμος να παίξω την παρτίδα.

Πρώτα αισθάνθηκα ένα πρωτόγνωρο ψύχος να μου τρυπάει τα κόκαλα και να κατακαίει το δέρμα μου. Προσπάθησα να αντιδράσω, να μπερδέψω τα πιόνια και να ουρλιάξω. Μάταια. Μόνο λαρυγγισμοί έβγαιναν από το στόμα μου, ενώ τα πιόνια παρέμεναν κολλημένα στο ταμπλό, όπως ακριβώς τα είχα τοποθετήσει.

Μου απέμενε μονάχα μία επιλογή. Να παίξω.

Πίεσα τον εαυτό μου να σπρώξει ένα οποιοδήποτε πιόνι μπροστά, χωρίς να γνωρίζω τους πραγματικούς κανόνες του παιχνιδιού. Πίστευα πως αυτή η φαινομενικά απλή κίνηση θα έδειχνε στην αόρατη οντότητα –όποια και αν ήταν αυτή– ότι δεν ήμουν εγώ ο αντίπαλος, ότι αυτή η τελευταία παρτίδα δεν προοριζόταν για εμένα.

Θα περιγράψω τώρα όσα συνέβησαν στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες. Το βάρος πέφτει σε εσάς, εάν με πιστεύετε ή όχι. Εγώ απλώς θα σας μιλήσω για το ον που αντίκρισα μπροστά μου, το ον που συνέβαλε στη ριζική μεταστροφή ολόκληρης της ύπαρξής μου.

Στην αρχή εμφανίστηκε ένα φωτεινό περίγραμμα, μία γαλαζοπράσινη απόκοσμη αχλή που, λεπτό το λεπτό, γινόταν ολοένα και πιο συμπαγής, ολοένα και πιο ευδιάκριτη. Παρατηρούσα το αστρικό σώμα να αποκτά υλική υπόσταση, το νεφελώδες αερικό να μεταμορφώνεται σε άνθρωπο. Και μόλις τελείωσε η μεταμόρφωση, αντίκρισα τη μορφή του.

Τη μορφή του Αντίνοου.

Το λεξιλόγιό μου είναι τόσο φτωχό, τόσο ελλιπές, που δυσκολεύομαι μέχρι και σήμερα να περιγράψω την αλλόκοσμη ομορφιά που αντίκρισα μπροστά μου. Το γεωμετρικά τέλειο πρόσωπο, τα χαρακτηριστικά του που δεν ανήκαν ούτε σε άνδρα, αλλά ούτε και σε γυναίκα, οι λαξευμένοι μύες και η ευθυτενής κορμοστασιά του, όλα συνέβαλαν στην απεικόνιση μίας οντότητας απείρου κάλλους. Στις απαλές, αέρινες κινήσεις του έβλεπα έναν άνθρωπο με ευαισθησίες, στο βλέμμα του όλη την αγάπη και τον πόνο του σύμπαντος.

Χωρίς να το γνωρίζω, ήξερα πως δεν κινδύνευα. Αυτά τα μάτια που διάβαζαν τα μύχια της ψυχής μου δεν θα μπορούσαν να κρύβουν καμία κακία μέσα τους. Παρά μόνο θλίψη. Απύθμενη θλίψη.

Στην καθάρια έκφρασή του ανακάλυψα τον εαυτό μου. Η καρδιά μου γαλήνεψε, άφησα πίσω όλα τα επίγεια βάσανα και πέταξα μακριά, σε μέρη όπου η αγάπη και ο έρωτας υπερνικούσαν την ματαιότητα και το άσβεστο μίσος της ανθρωπότητας.

Και τότε κατάλαβα.

Κατάλαβα ότι έπρεπε να αλλάξω. Και θα άλλαζα. Κατάλαβα ότι στον κόσμο υπήρχαν πράγματα σπουδαία, πράγματα που μέχρι πρότινος η αντίληψή μου δεν μπορούσε να κατανοήσει. Τα καθημερινά προβλήματα μου φάνηκαν λίγα. Η ζωή μου η ίδια μου φάνηκε λίγη. Όσο κράτησε η βουβή επικοινωνία μας, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να αφήσω το παρελθόν πίσω μου και να κοιτάξω το μέλλον, ένα μέλλον που ξημέρωνε λαμπρό.

Όσο και αν το ήθελα, δεν κατάφερα να του μιλήσω. Είχα τόσες ερωτήσεις που ήθελα να του κάνω, τόσες διηγήσεις που ήθελα να ακούσω από αυτόν τον πανέμορφο εραστή… Δυστυχώς, εξαφανίστηκε σχεδόν αμέσως, με τον ίδιον τρόπο που εμφανίστηκε. Αναπάντεχα.

           

Την επομένη διηγήθηκα τα πάντα στον κύριο Σωκράτη. Του το όφειλα. Στην αρχή βέβαια φοβήθηκα πως θα με επέπληττε και ίσως να με απέλυε. Όμως τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Αντιθέτως, προς μεγάλη μου έκπληξη, έδειξε κατανόηση. «Όλα γίνονται για έναν σκοπό» μου είπε και μου χαμογέλασε. «Απλώς θα σου ζητούσα να είσαι λιγάκι πιο προσεκτικός».

Και κάπως έτσι, ξεκίνησε ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή μου. Πλέον έχω συμφιλιωθεί με το παράδοξο και το υπερφυσικό, με όσα οι άνθρωποι δεν μπορούν να αντιληφθούν είτε από φόβο είτε από άγνοια.

Αυτές λοιπόν είναι οι ιστορίες μου και αυτός είμαι εγώ. Ένας απλός, συνηθισμένος υπάλληλος σε ένα μικρό, συνηθισμένο μαγαζάκι στην οδό Ηφαίστου!


Μοιράσου το με αγαπημένους σου