When you explain it, it becomes BANAL.

Ο καναπές της ελευθερίας (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Ο καναπές της ελευθερίας (διήγημα)

Είσαι στο αυτοκίνητο και τρέχουμε ήδη με εκατό χιλιόμετρα. Μόλις βγήκαμε στην εθνική. Να, τώρα δα περάσαμε το τελευταίο φανάρι της πόλης, το πετύχαμε πράσινο και δεν χρειάστηκε να κόψεις ταχύτητα. Προσπεράσαμε σούμπιτοι ένα τζιπάκι Suzuki που τώρα έβαζε πρώτη.

Κοιτάω αφηρημένα από το παράθυρο του συνοδηγού τ’ απέραντα χωράφια που αρχίζουν να ξεδιπλώνονται δίπλα στον δρόμο. Στο χέρι μου ακόμα το πορτοφόλι. Πόση ώρα το κρατάω; Τρία τέταρτα ίσως. Θεέ μου, δεν έχω κρατήσει πορτοφόλι τόση ώρα σ’ όλη μου τη ζωή! Το ανοίγω ακόμα μια φορά, να σιγουρευτώ ότι η ταυτότητα –η πλαστική μου ταυτότητα, όχι η ψεύτικη αηδία που μας είχαν δώσει στη μονάδα– βρίσκεται μέσα, και το βάζω επιτέλους στο σακίδιό μου.

«Πώς σου φαίνεται η ελευθερία;» με ρωτάς λες και βρίσκεσαι στο μυαλό μου. Κάπου εκεί κομπλάρω. Τι να σου απαντήσω; Τι είναι η ελευθερία για ένα καναρίνι, αν όχι κίνδυνος και ευθύνη και αποπροσανατολισμός; «Η ελευθερία είναι ένα σημείο σε μια γραμμή» σκέφτομαι. Οτιδήποτε βρίσκεται πριν, ελάχιστα μετράει, κι ας σε βαραίνει. Οτιδήποτε μετά, πρέπει να χριστεί απ’ το μηδέν.

«Χαμένος χρόνος» απαντάω αφηρημένα. Σκέφτομαι ακόμα τους μήνες που προηγήθηκαν: τόσος καιρός χωρίς προπονήσεις, χωρίς χόμπι, χωρίς δουλειά ή επαφή με τον έξω κόσμο. Εδώ και μια ώρα κάπου είμαι και πάλι ελεύθερος, κι αρχίζω ν’ αντικρίζω όλα εκείνα τα προβλήματα που ορθώνονταν μπροστά μου τον περασμένο καιρό. Σκέφτομαι τις επόμενες μέρες, τους επόμενους μήνες: τα βιογραφικά που θα πρέπει να στείλω, τις προπονήσεις και ενδεχομένως τους τραυματισμούς που θα υποστώ για να ξαναβρώ τη χαμένη μου φόρμα, τον εκνευρισμό να μη μ’ εμπνέουν πια τα αγαπημένα μου χόμπι, την άβολη βουβαμάρα ανάμεσα σε φίλους που έχω να συναντήσω εννιά μήνες.

Νιώθω και τη δική σου σιωπή καυτή επάνω μου. Σε παρατηρώ ενώ ανεβάζεις ταχύτητα. Τρέχεις με εκατόν πενήντα τώρα, τρέχεις να ξεφύγεις, να τελειώνεις, όμως δεν τα καταφέρνεις. Διακρίνω τον εκνευρισμό σου. Βλέπω την κατανόηση που προσπαθείς να δείξεις, την ίδια που δείχνουμε σε όλες εκείνες τις καταστάσεις που πρέπει να υπομένουμε, κι ας μην το θέλουμε, κι ας ξέρουμε πως δεν είναι σωστό. Σε βλέπω ενώ ακόμα αρνείσαι να με κοιτάξεις, και νομίζω καταλαβαίνω τη χοντράδα που είπα. «Να σταματήσουμε, ας σταματήσουμε κάπου εδώ» σου ζητάω. Βρίσκω μια πρόφαση, αρκεί να κόψουμε ταχύτητα, να σταματήσουμε!

Παρκάρουμε σ’ ένα πλάτωμα της παλιάς εθνικής, έξω από ένα τεράστιο, ερημωμένο κτήριο, ξεψυχισμένο εργοστάσιο ή βιοτεχνία του πενήντα. Βγαίνουμε, κι εσύ πας λίγο μπροστά, στέκεσαι, ανάβεις τσιγάρο. Με κοιτάς και πάλι, ευτυχώς. Όλους αυτούς τους μήνες δεν ήμουν ουσιαστικά ελεύθερος, αυτό όμως, το ξέρω, δεν με καθιστά ξεχωριστό με κανέναν τρόπο, δεν μου δίνει κανένα δικαίωμα, και σίγουρα δεν μου δίνει το προνόμιο να σου χαλάω τη διάθεση. Φυσάς τον καπνό στο άπειρο κι είναι σαν να σκέφτεσαι κι εσύ τον χαμένο σου χρόνο. Εξάλλου, ούτε κι εσύ είχες την ελευθερία σου φέτος. Κανείς δεν την είχε. Και φαντάσου πως, από μία άποψη, εγώ τη γλίτωσα: στη μονάδα ήμασταν σκλάβοι. Ναι, αποκλεισμένοι βεβαίως, όμως ήμασταν τουλάχιστον πολλοί μαζί. Ο χρόνος κυλάει πιο εύκολα έτσι. Κι ας κυλάει στα κρυφά, χωρίς τιμές κι επιτεύγματα. Φεύγει ήσυχα από την πίσω πόρτα.

Προχωράω προς το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, λίγο από περιέργεια, λίγο για να σκεφτώ μια καλή απάντηση για χάρη σου. Το κτίσμα είναι τεράστιο, εκατοντάδες, ίσως χιλιάδες τετραγωνικά, δεν είμαι πολύ καλός σ’ αυτές τις εκτιμήσεις, και το γεγονός ότι είναι εντελώς άδειο, το μεγαλώνει ακόμα περισσότερο στα μάτια μου. Η οροφή έχει καταρρεύσει, και το πρωινό φως τρυπώνει ανάμεσα απ’ τα δοκάρια που στέκονται ακόμα στη θέση τους. Το πάτωμα είναι όλο μια μαλακή φλοκάτη από βρύα, και στις γωνίες των τοίχων, μια συκιά, αρκετά πουρνάρια και πολλοί θάμνοι διεκδικούν με δύναμη τον χώρο της παλιάς βιοτεχνίας για δικό τους. Μπαίνοντας στον επόμενο τεράστιο χώρο του κτηρίου, το μάτι μου πέφτει αμέσως πάνω σε κάτι ασυνήθιστο: ένας παλιός, σκισμένος, διθέσιος καναπές, ο οποίος στα ντουζένια του διακοσμούσε πιθανώς κάποιο γραφείο, βρίσκεται στη μέση της αίθουσας, επάνω στα βρύα, γυρισμένος προς μια σειρά ψηλά παράθυρα, που μέσα από τα σπασμένα τζάμια τους έδιναν θέα στην πεδιάδα που απλωνόταν πίσω απ’ την εθνική.

Σε φωνάζω από μέσα στο εργοστάσιο. Σου παίρνει λίγη ώρα να με βρεις στο τεράστιο κτήριο, κι όταν τελικά με βρίσκεις, καθισμένο σ’ αυτόν τον καναπέ, το όλο θέαμα σού φαίνεται αστείο. Σου προτείνω να καθίσεις. «Έλα να χάσουμε λίγο χρόνο» σου λέω, τώρα που κατάφερα να σε πάρω με το μέρος μου. Το πρωινό φως εξατμίζει τα τελευταία σημάδια ομίχλης στα χωράφια, κι όπως βλέπουμε το τοπίο να αλλάζει μπροστά στα μάτια μας, σταματάω επιτέλους να σκέφτομαι το παρελθόν μου ή το μέλλον μου. Το μόνο που παραμένει στο κεφάλι μου, είναι αυτός ο καναπές: δεν είναι ο καναπές ενός άστεγου, όχι‧ ποιος θα ερχόταν να μείνει εδώ, στη μέση του πουθενά, κάτω απ’ αυτά τα σιδερένια δοκάρια που τρίζουν δέκα μέτρα πάνω απ’ τα κεφάλια μας! Όχι, αυτό εδώ είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα ανοιχτό εξοχικό. Κάποιος έβαλε το ερειπωμένο κτήριο, κάποιος τον καναπέ, κάποιος την αμφίβολη αλλά καλοδεχούμενη διακόσμηση με τα γκραφίτι και τα ταγκ στους τοίχους. Κανείς τους δεν είχε να κερδίσει κάτι‧ κανείς δεν κέρδισε όσα ο επόμενός του, που βρήκε σ’ αυτόν τον χώρο μια λεπτομέρεια παραπάνω που άφησε διακριτικά ο προηγούμενος επισκέπτης. Ο προηγούμενος δεν είχε και κανέναν λόγο να ενδιαφερθεί. Θα έχανε τον χρόνο του φτιάχνοντας αυτό το κρυφό μέρος λίγο καλύτερο για τον επόμενο, έναν άγνωστο. Όμως χωρίς αυτόν τον χρόνο, δεν θα υπήρχε τίποτα απ’ όλα αυτά που απολαμβάνουμε εμείς τώρα, καθώς ο χειμωνιάτικος ήλιος παλεύει να τουμπάρει το πρωινό κρύο.

Προσπαθώ να σου τα εξηγήσω όλα αυτά για τον καναπέ και το ερειπωμένο εργοστάσιο. Θέλω μάλλον να σου μιλήσω για τον χρόνο, τον χρόνο που κάποτε όλοι αισθανόμαστε άσχημα επειδή χάσαμε. Νομίζουμε ότι χάσαμε. Αυτός ο χρόνος δεν γίνεται, δεν μπορεί να είναι εντελώς χαμένος. Αυτός ο χρόνος είναι μάλλον το προνόμιο της ελευθερίας˙ αυτός ο χρόνος μάς επιτρέπει να κοιτάξουμε τους στόχους μας στον καθρέφτη, μας δείχνει τι είναι αυτό που θέλουμε όταν είμαστε επιτέλους έτοιμοι να το κυνηγήσουμε. Ίσως και να έχω άδικο, ίσως να προσπαθώ απλώς να δικαιολογήσω την χασούρα μας φέτος. Βλέπω ότι με κοιτάς στα χαμένα. Μάλλον δεν τα κατάφερα να σου εξηγήσω καλά, δεν το έχω πολύ σ’ αυτά. Πάντως είχε πλάκα που βρήκαμε αυτό το μέρος. Τώρα ας πάμε κάπου αλλού. Λες μήπως ν’ αφήσουμε κάτι πίσω; Να πάρει, έχω χάσει τόσα πολλά νέα σου, είμαστε έναν χρόνο μέσα, πώς περνάει ο καιρός!





Μοιράσου το με αγαπημένους σου