When you explain it, it becomes BANAL.

Ο ναυτικός και το μαχαίρι (Ι) (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Ο ναυτικός και το μαχαίρι (Ι) (διήγημα)

Ι

Ο κύριος Σωκράτης μού έδωσε τα κλειδιά της αποθήκης. Τώρα πια με εμπιστευόταν. Το περιστατικό με τη σκακιέρα ήταν απλώς ο καταλύτης, το μέσο με το οποίο μου έδειξε τι σήμαινε από εδώ και στο εξής η ζωή μου. Ήμουν ένας προστάτης σπάνιων κειμηλίων που οι δυνάμεις τους μπορούσαν να αλλάξουν όχι μόνο τον ρου της ιστορίας, αλλά και ολόκληρη τη κοσμοθεωρία, εάν ποτέ έπεφταν σε λάθος χέρια.

Οι ευθύνες με βάραιναν, αλλά ευτυχώς –ή δυστυχώς– αυτές οι κλεφτές ματιές στο παράξενο και στο υπερφυσικό με γοήτευαν. Δεν θα σας πω ψέματα. Εξάλλου, δεν κερδίζω τίποτα, πόσο μάλλον εσείς.

Κάθε αντικείμενο έχει την ιστορία του. Όταν δε αυτό το αντικείμενο σέρνει πίσω του έναν θρύλο, γίνεται ακόμα πιο γοητευτικό, ακόμα πιο μυστηριώδες. Έχουμε πολλά τέτοια αντικείμενα, και δεν βρίσκονται μόνο φυλαγμένα στη μικρή μας αποθήκη. Ξύλινες αφρικανικές μάσκες που φημολογούνταν ότι έδιωχναν τα κακά πνεύματα, γραφομηχανές που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη συγγραφή των μεγαλύτερων λογοτεχνικών αριστουργημάτων, βάζα και τραπεζομάντιλα που δίνονταν ως προικιά σε γάμους και βαφτίσεις. Η μοναδικότητα ενός αντικειμένου έγκειται στον τρόπο που οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν μαζί του και διαμορφώνει όχι μόνο το βιοτικό επίπεδο, αλλά και τις αντιλήψεις μίας ολόκληρης κοινωνίας.

«Να ανασκαλεύεις το παρελθόν, για να δεις το παρόν, και ύστερα θα βρεις και το μέλλον» επαναλάμβανε συχνά ο κύριος Σωκράτης τις φορές που κάποιος μας πρόσφερε κάτι προς πώληση. «Για να δεις πραγματικά το αντικείμενο, πρέπει να το πιάσεις στα χέρια σου και να το αισθανθείς, να κλείσεις τα μάτια και να το αγγίξεις. Να αφήσεις τη φαντασία σου να πετάξει μακριά, σε τόπους μακρινούς, σε καιρούς περασμένους».

Ο κύριος Σωκράτης κατείχε ένα μοναδικό χάρισμα. Μπορούσε να διαισθανθεί τη δύναμη που εξέπεμπε το άψυχο αντικείμενο, να αναγνωρίσει τον ρόλο που έπαιξε στη διαμόρφωση μίας ολόκληρης κοινωνίας. Ένα κουτάλι θρέφει το κορίτσι που αργότερα θα γίνει η κοπέλα που θα γράψει τα μεγαλύτερα έργα επιστημονικής φαντασίας. Ένα φτωχό αγόρι θα κλωτσήσει μία μπάλα στις φαβέλες και θα αποκτήσει αργότερα τον τίτλο του καλύτερου ποδοσφαιριστή της υφηλίου. Ένα μικρό παιδί θα ξυπνήσει το πρωί ακούγοντας το ξυπνητήρι και θα βάλει στόχο της ζωής του να αλλάξει τον κόσμο. Τέτοια μικρά καθημερινά αντικείμενα διαμορφώνουν με τον δικό τους, μοναδικό τρόπο πρόσωπα και καταστάσεις και εν συνεχεία αφήνουν το δικό τους στίγμα σε αυτό που ονομάζουμε «εξέλιξη». Γνωρίζουμε τα πρόσωπα και, πιθανότατα, την ιστορία που σέρνουν πίσω τους. Αυτό που αμελούμε όμως είναι το πώς κατάφερε το άψυχο να δώσει ζωή στο έμβιο. Στα όνειρα, που –δυστυχώς– μπορούν να γίνουν και εφιάλτες.

Ο κύριος Μιχάλης εμφανίστηκε μία Δευτέρα. Πρέπει να ήταν αρχές καλοκαιριού, ίσως Μάιος, γιατί οι τουρίστες είχαν ήδη πλημμυρίσει το Μοναστηράκι, μαζί και το μικρό μας μαγαζάκι. Έμπαιναν μέσα, χάζευαν με τις ώρες και αγόραζαν πάντα τα πιο τρελά αντικείμενα. Ένα ζευγάρι Ελβετών αγόρασε μία σπασμένη λύρα. Ένας ηλικιωμένος Γάλλος το άλμπουμ με τις παλιές δεκάρες. Μία Ινδή ζήτησε από το κοριτσάκι της να διαλέξει οτιδήποτε ήθελε, κι εκείνο έδειξε με τα μικροσκοπικά χεράκια του ένα μεταλλικό καλούπι για γλειφιτζούρια. Αλλά ο κύριος Μιχάλης δεν ήρθε για να αγοράσει. Ο κύριος Μιχάλης ήρθε για να πουλήσει.

«Καλησπέρα, κύριε» είπα και τον πλησίασα από απόσταση. O κύριος Σωκράτης με είχε δασκαλέψει για το πώς να συμπεριφέρομαι στους ανθρώπους που εισέρχονταν στον χώρο, ειδικά όταν το βλέμμα τους κοιτούσε προς το ταμείο. «Τι μπορώ να κάνω για εσάς;»

«Καλησπέρα, νεαρέ» απάντησε με μία χαρά που διόλου με χαρά έμοιαζε. Γέροντας, κοντά στα ογδόντα πέντε, πρόσωπο οστεώδες και μάγουλα ρουφηγμένα. Η μακριά γενειάδα τού πρόσδιδε αέρα ανεμοδαρμένου θαλασσόλυκου. Τα χοντρά, γεμάτα ρόζους δάχτυλα και ουλές, τις δυσκολίες της βιοπάλης.

«Έχω αυτό εδώ και θα ήθελα να μου πεις πόσο θα το αγόραζες».

Του εξήγησα αμέσως ότι εγώ δεν τελούσα χρέη εκτιμητή και πως ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού απουσίαζε. Δεν αποθαρρύνθηκε. «Δώσ’ μου ό,τι έχεις και είναι δικό σου» απάντησε χωρίς να το πολυσκεφτεί. Ακόμα δεν είχα καταλάβει τι προσπαθούσε να μου πουλήσει.

Διάβασε την απορία μου. Με πλησίασε και με ένα σβέλτο τέντωμα του δεξιού του χεριού ξεθηκάρωσε ένα μικρό μαχαίρι και το άφησε πάνω στο ξύλινο γραφείο.

«Λαβή από ελεφαντόδοντο. Λεπίδα ατσαλάκωτη, καμωμένη από ατσάλι. Θήκη από αφρικανικό μαόνι».

Πράγματι, ο κύριος Μιχάλης είχε δίκιο. Το έπιασα στα χέρια και το εξέτασα. Ζύγιζε μόλις λίγα γραμμάρια. Είχε κυρτή δίκοπη λάμα και το συνολικό μήκος του δεν ξεπερνούσε τα πενήντα εκατοστά. Από τη μία πλευρά της λαβής υπήρχε χαραγμένη μία άγκυρα και από την άλλη ένα οικόσημο κάποιας αρχοντικής οικογένειας. Η λάμα, ακονισμένη και από τις δύο πλευρές, έγραφε ένα όνομα, πιθανότατα του πρώην ιδιοκτήτη. Το έφερα κοντά στα μάτια μου, αλλά δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τα γράμματα λόγω της σκόνης.

Έκανα να κινήσω προς το ταμείο. Ο κύριος Μιχάλης με διέκοψε. «Ό,τι έχεις πάνω σου» μου είπε.

Του έδειξα τα επτά ευρώ που βρήκα στο πορτοφόλι μου.

«Μου κάνουν». Τα πήρε και εξαφανίστηκε.

Παύση.

Ένας φίλος που γράφει διηγήματα σε ένα περιοδικό μού είπε κάποτε πως στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής αναφέρονται πολλά συνήθη λάθη εκκολαπτόμενων συγγραφέων, εκ των οποίων δύο είναι τα πιο σημαντικά:

α) η αλόγιστη χρήση επιθέτων σε μία πρόταση, με αποτέλεσμα οι λέξεις να χάνουν το νόημά τους και η αφήγηση να κουράζει,

β) η οπτική του αφηγητή και οι πληροφορίες που δεν γνωρίζει ο αναγνώστης και που, με λανθασμένο τρόπο, εισέρχονται στο κείμενο.

Διαβάζοντας τα παραπάνω, θα αναρωτηθείτε πώς γνώριζα το όνομα του άντρα που επισκέφθηκε το μαγαζάκι μας, αφού, σύμφωνα με την αφήγηση, δεν συστηθήκαμε ποτέ. Πριν από λίγο αναφέρθηκα στο άτομό του λέγοντας «κύριος Μιχάλης», και πράγματι, αυτό ήταν το όνομά του. Άρα; Είμαι αυτό που ονομάζεται «αναξιόπιστος αφηγητής» ή μήπως υπάρχει κάτι κρυμμένο, κάτι που ηθελημένα παραλείφθηκε, για να προσδώσει μυστήριο στην ιστορία; Τίποτα απ’ τα δύο. Νομίζω.

Στο θέμα μας. Πώς έμαθα λοιπόν το όνομα του κύριου Μιχάλη; Ίσως η απάντηση να σας ξενίσει, ίσως να σας φανεί από τρομακτική έως και γελοία σύμπτωση. Σας προϊδέασα όμως, ο όρος σύμπτωση δεν υφίσταται. Το σύμπαν μελετά, το σύμπαν γνωρίζει. Και, στο τέλος, ενώνει ανθρώπους με καταστάσεις.

Όταν έμεινα μόνος μου, άρχισα να καθαρίζω τη λάμα με το ειδικό υγρό για το ατσάλι. Πίεζα το μπαμπάκι μαλακά κατά μήκος της λεπίδας, δίνοντας προσοχή στο σημείο όπου υπήρχαν τα γράμματα του κατόχου. Και τότε το είδα.

Μιχάλης Α.

Αστραπιαία, τα γράμματα ενώθηκαν μεταξύ τους, σχημάτισαν μία μαύρη κουκίδα στο κέντρο και απλώθηκαν ξανά κατά μήκος, σχηματίζοντας ένα νέο όνομα. Το δικό μου όνομα.

Ιωάννης Β.

Σύγκρυο διαπέρασε το κορμί μου. Ανατρίχιασα. Οι τοίχοι στροβιλίστηκαν, το ταβάνι κόντεψε να με πλακώσει. Ζαλάδα. Τρέμουλο.

Πανικοβλήθηκα.

Το μαχαίρι γλίστρησε από τα χέρια μου και καρφώθηκε στο ξύλινο πάτωμα. Ταλαντεύτηκε για λίγο και ύστερα σταμάτησε. Έδειχνε προς το μέρος μου.

 

Συνεχίζεται…


Μοιράσου το με αγαπημένους σου