When you explain it, it becomes BANAL.

Ποτίζοντας την άμμο για να μη σηκώνει σκόνη

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Ποτίζοντας την άμμο για να μη σηκώνει σκόνη

Επίσημα, μπορεί το καλοκαίρι να κοντεύει στο τέλος του, όμως οι αναμενόμενες υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες, σε συνδυασμό με τις ακόμη υψηλότερες προσδοκίες των βιομηχάνων του τουρισμού, ύστερα από μια απογοητευτική χάι-σίζον, λόγω των καταιγίδων του Ιουνίου, των ανεξέλεγκτων πυρκαγιών του υπόλοιπου καλοκαιριού και της καυτής καταιγίδας των τιμών, είναι βέβαιο πως θα κρατήσουν το καλοκαιράκι μας διασωληνωμένο στη ζωή μέχρι Νοέμβρη και βλέπε. Επομένως, φίλε αναγνώστη, αν, από κάποια μικρή αμέλειά σου να εργάζεσαι με κατώτατο μισθό, έτυχε να χάσεις τους τελευταίους τρεις μήνες σε κάποιο κάτεργο, έχοντας ίσως καταφέρει να κρατήσεις άσπρο γαλακτερό δερματάκι παρά τα 46άρια που βιώσαμε φέτος για πρώτη φορά σε αρκετά σημεία της χώρας, μην απελπίζεσαι! Για αρχή, το άσπρο το δερματάκι θεωρούταν γοητευτικό στα αρχαία μας τα χρόνια, που τόσο μοσχοπουλάμε στους ξένους, γι’ αυτό δείξε κι εσύ τη γοητεία σου, χωρίς να φοβάσαι τη (φάσιον) πολίς, η οποία εξάλλου κυνηγάει συνήθως τους πιο μελαμψούς. Επιπλέον, φέτος θα έχεις τη σιγουριά πως, ακόμη κι αν καταφέρει η φτέρνα σου να ακουμπήσει άμμο μόλις στα τέλη του Οκτώβρη, σίγουρα θα βρεθεί κάποιος ταλαίπωρος σερβιτόρος μπιτς μπαρ να σε φιλέψει έναν φρέντο εσπρέσο μέτριο, ακόμη κι αν το κάνει παραδοσιακά... από ξηράς. Τι να πεις… Μετά τους εκπαιδευτικούς, τώρα χάνουν την οφ σίζον τους και οι εργάτες του τουρισμού. Μόνο οι εποχικοί πυροσβέστες έμειναν πια να απολαμβάνουν μια πραγματική οφ-σίζον, παρόλο που παρακαλάνε μανιωδώς τον κρατικό μηχανισμό να δουλέψουν όλον τον χρόνο… Κοίτα να δεις βίτσια που υπάρχουν στον κόσμο, ε;

Θα μπορούσα κάπου εδώ να το παίξω έξυπνος και να πω ότι τα εργασιακά μας αναδεικνύουν τις προτεραιότητες της χώρας, καθώς δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να φέρνεις συνεχώς νέα υπεραιωνόβια πλατάνια να κοσμήσουν το μεγάλο πεζοδρόμιο της Αθήνας όσο τα παλιά ξεραίνονται (αρκεί βέβαια να έχεις μερικές χιλιάδες ευρώ προϋπολογισμό για κάθε πλατάνι), αλλά είναι σίγουρα πολύ δύσκολο να πείσεις έναν 62άχρονο Γάλλο συνταξιούχο να αγοράσει από τον 73άχρονο πωλητή δύο κουλούρια Θεσσαλονίκης με ένα ευρώ, όταν ο πρώτος κατεβαίνει στην παραλία σου για ολιγόωρο ξεμούδιασμα όσο το όλ-ινκλούσιβ κρουαζιερόπλοιό του αδειάζει τα λύματά του στο λιμάνι. Η μετά πληρωμής φιλοξενία έχει μπει τόσο βαθιά στο εθνικό μας υποσυνείδητο, που κάποιες φορές μπερδευόμαστε και τη δίνουμε τσάμπα, αν και αυτές οι εξαιρέσεις αφορούν κατά κανόνα το εξαγόμενο προϊόν μας, γιατί η εσωτερική οικονομία είναι γνωστό πως έχει μεγάλες αντοχές, άσε που είναι συνηθισμένη και στο τσάμπα, με σκηνές, μπύρες και παγοκολώνες από το σουπερμάρκετ. Ας πληρώσουμε κι εμείς κάτι, ντε! Όχι όλα έτοιμα!

Τις προάλλες βρέθηκα, που λες, φίλε αναγνώστη, για ένα μπάνιο σε παραλία του Παγασητικού. Όχι, δεν κάνω μόστρα. «Παγασητικός» είπαμε, σιγά τ’ αβγά, δεν είναι δα και γαλαζοπράσινο Τουρκεγέο (copyright Τουρκία, 2021-2031), αλλά, όπως και να ’χει, το μπάνιο είναι μπάνιο και η θάλασσα ξεκούραση και δικαίωμα. Η παραλία, 450 μέτρα όλη κι όλη –την έχω τρέξει άπειρες φορές–, είχε από χρόνια ένα κλασικό μπιτς-μπαρ που κάλυπτε με ξαπλώστρες περίπου τα 100 μέτρα από τη μια άκρη, αφήνοντας την υπόλοιπη αμμουδιά και τα 2-3 κτήματα πίσω της ελεύθερα για κάθε επισκέπτη. Ε, λοιπόν, φέτος τα πράγματα είχαν αλλάξει: δίπλα στο μπιτς-μπαρ ένα σύμπλεγμα ενοικιαζόμενων δωματίων κάλυψε άλλα 50 μέτρα αμμουδιάς για τους πελάτες του, ενώ από την άλλη άκρη της παραλίας μια παρκαρισμένη καντίνα είχε καταλάβει ακόμα 200 μέτρα με ομπρέλες που έφταναν μπροστά από τα άλλα κτήματα, ενώ μια πινακίδα πληροφορούσε πως η τιμή του σετ ήταν στα 6 ευρώ. Από την υπόλοιπη αμμουδιά, ακόμη 20 μέτρα καλύφτηκαν από ένα κιόσκι που ενοικίαζε κανό και σανίδες, ενώ στα υπόλοιπα λουόμενοι, που κανονικά απλώνονταν σε 400 περίπου μέτρα παραλίας, στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον κατηφείς, δίνοντας την ευκαιρία σε κάθε νήπιο να χαλάει το μπάνιο σε πάνω από δέκα λουόμενους με ένα μόνο κουβαδάκι κι ένα ζευγάρι μπρατσάκια.

Οι ιδιοκτήτες των ομπρελών έβαζαν τους εργαζόμενούς τους να καταβρέχουν με γλυκό νερό τον αμμόστρωτο δρόμο απ’ όπου περνούσαν τα αυτοκίνητα, για να μην ενοχλεί η σκόνη τους πελάτες. Εξετάζοντας τον δρόμο, που εμφάνιζε ήδη σημάδια διάβρωσης, αντάλλαξα ματιές με τον ανώνυμο ιδιοκτήτη του ενός από τα διπλανά κτήματα, που εκείνη τη στιγμή πότιζε τα άλογά του με νερό που κουβαλούσε σε μια δεξαμενή στο αγροτικό του. Η ματιά που μου ανταπέδωσε μου είπε πολλά. Δεν μου εξήγησε όμως πώς οι διπλανές «στρατηγικές επιχειρήσεις» κατάφεραν να βρουν πρόσβαση σε τρεχούμενο νερό για να… ποτίζουν την άμμο όσο ο ίδιος το κουβαλούσε για να ξεδιψάσει τα άλογά του.

Καθώς μπαίνουμε ημερολογιακά σε ένα ακόμα φθινόπωρο, τα συναισθήματα είναι σίγουρα ανάμεικτα και η ελπίδα μάχεται συνεχώς με την αδιαφορία, στο φόντο ενός απειλητικού σκοταδιού. Φυσικά, από αυτό το καλοκαίρι δεν πρέπει να κρατήσουμε μόνο τους… βατραχανθρώπους των τουριστικών, που εν τέλει τσουρουφλίστηκαν κι αυτοί, οι έρμοι, πριν προλάβουν να πάρουν τα πουρμπουάρ του αυτοεξευτελισμού τους. Πολλοί, χιλιάδες άλλοι άνθρωποι έδειξαν πως αυτός ο τόπος μπορεί ακόμα να ελπίζει σε ένα καλύτερο μέλλον, σε παραλίες ελεύθερες από ξαπλώστρες και σε δάση που επιτέλους δεν θα καίγονται από την πρώτη σπίθα μιας ανελέητης κλιματικής καταστροφής. Είναι αρκετό όμως αυτό, θα αναρωτηθείς, φίλε αναγνώστη; Μήπως οι εθελοντές και οι απανταχού αλληλέγγυοι δεν θυσιάζουν πολλά για να προστατέψουν κοινόχρηστα αγαθά; Μήπως, στην τελική, θεωρούμε την πρωτοβουλία τους δεδομένη, επειδή καλύπτουν τα λειτουργήματα που θα έπρεπε κανονικά να ασκεί ο κρατικός μηχανισμός; Αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν εμάς, κουράζονται όπως εμείς, έχουν υποχρεώσεις, οικογένειες και τεχνητά υπερδιογκωμένα χρέη στον πάροχο ενέργειάς τους. Θα μπορούσε κανείς να προβλέψει πως, χωρίς τη δέουσα υποστήριξη και μια άσβεστη ελπίδα πως κάτι θα αλλάξει προς το καλύτερο, αυτοί οι άνθρωποι αργά ή γρήγορα ή θα υποχωρήσουν ή θα αφανιστούν. Αυτή κι αν είναι μια δυσοίωνη πρόβλεψη, ανάμεσα στις τόσες που ακούμε τελευταία αντί ειδήσεων!

Τι διάολο, θα ρωτήσεις, γέμισε ο κόσμος προφήτες; Η ειλικρινής μου απάντηση, φίλε αναγνώστη, είναι ότι ο κόσμος γέμισε προβλέψιμα γεγονότα που βγάζουν μάτι και ανθρώπους που πλέον δεν τα προσπερνάνε στον χαβαλέ. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψεις πως, όσο νερό κι αν ρίξεις, είναι απίθανο να καλλιεργήσεις στην άμμο τη δική σου σοδειά πατάτες, εκτός κι αν είσαι ο Ματ Ντέιμον, ότι δεν μπορείς να τρέξεις έναν μαραθώνιο χωρίς μήνες προπόνησης ή ότι η υποστελέχωση στην πυρόσβεση και την υγεία οδηγεί σε ανεξέλεγκτες πυρκαγιές και…

Κι αν αυτό το τελευταίο έφερε μια δυσάρεστη νότα στη συνείδησή σου, σε παροτρύνω, φίλε αναγνώστη, να μη με παίρνεις και πολύ τοις μετρητοίς. Εξάλλου, μόλις σου αποκάλυψα πως οι προβλέψεις μου είναι απατεωνιές. Στο χέρι μας είναι να κάνουμε αυτόν τον κόσμο λίγο λιγότερο προβλέψιμο, λίγο καλύτερο. Αρκεί να μην αγνοήσουμε τι γίνεται γύρω μας. Αρκεί αυτό να μην είναι ένα ακόμα φθινόπωρο ρουτίνας.


Μοιράσου το με αγαπημένους σου