When you explain it, it becomes BANAL.

Σε τόπο ξένο (Ι) (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Σε τόπο ξένο (Ι) (διήγημα)

Ι

 

Πολλές φορές αναρωτιέμαι πώς θα έμοιαζε η καθημερινότητά μου, εάν εκείνο το πρωινό που γνώρισα τον κύριο Σωκράτη, αντί να σηκωθώ και να ετοιμαστώ για βόλτα, έκλεινα το ξυπνητήρι εξαιτίας κάποιου ανεξήγητου καπρίτσιου και αποφάσιζα πως θα ήταν καλύτερο να χουζουρέψω για ώρες στο κρεβάτι. Θα ήμουν ευτυχισμένος; Θα είχα τελειώσει τη σχολή; Θα είχα μάθει ότι ο εαυτός μου, που μέχρι πρότινος τον υποβάθμιζα άνευ λόγου και αιτίας, ήταν ικανός να συμπεριφερθεί με αποφασιστικότητα και τόλμη;

Ιδού η απορία.

Τις φορές εκείνες, κλείνω τα μάτια και φαντασιώνομαι το παρόν και το μέλλον αλλιώτικα. Με βλέπω ως επιτυχημένο γεωπόνο, μπροστάρη στις νέες μορφές καλλιέργειας, με μεταπτυχιακό στην τεχνολογία τροφίμων και διδακτορικό κάπου μακριά, στην Αμερική, στα φαντεζί πανεπιστήμια που βλέπουμε στις ταινίες. Όμως θεωρώ τη σχολή μου παντελώς αδιάφορη, τα μαθήματα ανεξήγητα δύσκολα και πολλά. Η μάνα μου, όπως και κάθε μάνα εξάλλου, το ’χε καημό να με δει πτυχιούχο, και ευτυχώς πλέον το πήρε απόφαση. Ο γιος της, ο Ιωάννης, θα παραμείνει αιώνια φοιτητής.

Ο χρόνος που μου απομένει, όταν γυρνάω στο σπίτι, είναι αρκετός για να μελετήσω, μα προτιμώ να τον σπαταλήσω όπως πραγματικά επιθυμώ, και όχι όπως θα έπρεπε. Θεωρητικά, η μόνη μου δουλειά είναι να διαβάζω, να περνώ τα εργαστήρια και τα μαθήματα στην εξεταστική. Πρακτικά, η κατάσταση διαφέρει εξ ολοκλήρου.

Επιστρέφω στο σπίτι κατάκοπος, με μυαλό καζάνι και λογική μετέωρη. Ξαπλώνω στο κρεβάτι και κλείνω τα μάτια. Και τότε φαντασιώνομαι τους ανθρώπους που αντίκρισα στα μαγικά ταξίδια μου, την εποχή τους, τη ζωή τους. Σίγουρα, και αυτοί θέλησαν να γίνουν κάτι άλλο. Στρίμωξαν τις αμφιβολίες τους σε ένα συρτάρι και το κλείδωσαν ερμητικά κλειστά με χιλιάδες λουκέτα. Αποτίναξαν από πάνω τους την ευγενή τους καταγωγή. Άφησαν πίσω πατρίδα και οικογένεια, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Υποβάθμισαν τον εαυτό τους, καταπάτησαν τα πιστεύω τους και περπάτησαν στο άγνωστο, με μοναδική πυξίδα το φως της ψυχικής τους λύτρωσης. Άλλοι τα κατάφεραν και άλλοι απέτυχαν, μα όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, την ύστατη στιγμή του Μεγάλου Ύπνου άγγιξαν την ολοκλήρωση. Έφυγαν ευτυχισμένοι. Ή τουλάχιστον έτσι θα πίστευε κάποιος που βλέπει την ανθρώπινη δυστυχία με ρομαντισμό.

Αλήθεια, τι ξεχωρίζει την ευτυχία από τη δυστυχία; Σάμπως είναι η συνειδητοποίηση της απάντησης στο ερώτημα: «Τι θα έκανα εάν…» (βάλτε εδώ αυτό που θα θέλατε πραγματικά να κάνετε στη ζωή σας), τοποθετώντας παράλληλα στην εξίσωση έννοιες όπως «πόλεμος», «φτώχεια» και «φύλο»; Μήπως η απάντηση πηγάζει από το συμπέρασμα ότι ως άτομα αναζητάμε εναγωνίως αυτό το κάτι που θα μας χαρίσει τη ζωοποιό ανάσα της ικανοποίησης πως η ύπαρξή μας υπηρετεί τον σκοπό που οι ίδιοι της έχουμε ορίσει;

Ζούμε σε ένα σύστημα πιθανοτήτων. Χιλιάδες μαγαζιά να βγεις, χιλιάδες άτομα να ερωτευτείς, χιλιάδες… Καταλαβαίνετε. Όμως το σύστημα είναι κλειστό, και οι επιλογές, οι πιθανότητες, είναι εν τέλει πεπερασμένες. Η πλάστιγγα γέρνει στο τώρα. Το μέλλον χάνει την αξία του και, πριν προλάβεις να ανακαλύψεις τι εστί ζωή, πεθαίνεις.

Ναι, κάποιες φορές οι σκέψεις μου ξεφεύγουν. Περνούν στην αντίπερα όχθη και γίνονται μουντές, γκρίζες. Και με οδηγούν στο ερώτημα εάν τελικά έκανα τη λανθασμένη επιλογή.

Ήταν Κυριακή, Μάρτιος μήνας. Σε λίγες μέρες θα είχα τα γενέθλιά μου. Με πατημένα είκοσι εννιά, έμπαινα στα τριάντα. Το πρώτο καμπανάκι. Ίσως, τώρα που το ξανασκέφτομαι, το γεγονός ότι θα αποκτούσα την κατάληξη του «-αντάρη» να με ταρακούνησε από την τρυφηλότητα της φοιτητικής ζωής. Δεν θεωρούσα τον εαυτό μου φοιτητή, ούτε κατά διάνοια, αλλά ζούσα σαν φοιτητής. Βέβαια, οι κραιπάλες και τα ραντεβού είχαν μειωθεί δραματικά λόγω της έλλειψης χρημάτων και του οκταώρου. Ο κύριος Σωκράτης μού έλεγε διαρκώς να βγαίνω έξω, να μη δίνω τόση σημασία στη δουλειά, να κάνω μονάχα τα απαραίτητα. Σκούπισμα, συγύρισμα, ταμείο. «Το ’χω» απαντούσα κεφάτος, «μην ανησυχείτε».

Τα πρωινά του Σαββατοκύριακου μαζεύονταν στο Θησείο μικροπωλητές και πουλούσαν διάφορα σπάνια αντικείμενα μισοτιμής, από δερματόδετα βιβλία μέχρι ντοσιέ γεμάτα λίρες και φλουριά. Ήταν οι αγαπημένες ημέρες του, ο δικός του τρόπος να κοινωνικοποιηθεί. Όλοι τον γνώριζαν, όλοι περίμεναν να εμφανιστεί και να ξεκινήσει τα σκληρά παζάρια του. Το παζάρι, ικανότητα επίκτητη, αποτελεί συνονθύλευμα πολλών επιμέρους αρετών. Οξυδέρκεια, παρατηρητικότητα, αμεσότητα, αποφασιστικότητα – χαρίσματα που ο κύριος Σωκράτης διέθετε σε υπερθετικό βαθμό.

Το καροτσάκι της λαϊκής γεμάτο μέχρι πάνω, έτοιμο να εκραγεί. Έτρεξα να τον βοηθήσω να ξεφορτώσει. Σήμερα είχε ξεπεράσει τον εαυτό του. Τρία άλμπουμ με σπάνιες φωτογραφίες από σιδηροδρόμους, δύο βιβλία στα Γαλλικά με χρονολογία 1889 και 1865 αντίστοιχα, ένα πτυσσόμενο κιάλι με σπασμένο τζαμάκι και ένα πιστό, χειροποίητο αντίγραφο ισπανικής γαλέρας, με το μεσαίο κατάρτι σπασμένο. Παρά τη σπανιότητα όλων εκείνων των αντικειμένων, την προσοχή μου τράβηξε ένας συνηθισμένος καθρέφτης βικτωριανού τύπου, από αυτούς που βλέπουμε συνήθως στις παραστάσεις εποχής να στέκονται στα σκηνικά από την πρώτη κιόλας πράξη σαν το όπλο του Τσέχωφ.

Τον έπιασα στα χέρια μου και τον περιεργάστηκα. Το γυαλί ήταν κάτασπρο, μουντό. Ο αντικατοπτρισμός μου διακρινόταν θαμπά. Τον ρώτησα για τη χρησιμότητά του.

«Πιστεύω ότι αυτός ο καθρέφτης δεν είναι συνηθισμένος. Η ικανότητά του να απορροφά εικόνες αντί να τις αντανακλά τον κάνει μαγικό».

Ταράχτηκα. Μέχρι τότε είχα πιστέψει πως η ζημιά στο γυαλί είχε επέλθει από τον χρόνο, όχι εσκεμμένα. Τον έφερα κοντά μου και τον τοποθέτησα στο φως του ήλιου, περιμένοντας να αντανακλάσει τις ακτίνες του. Μάταια.

«Ίσως και να έχει δίκιο» σκέφτηκα και τον άφησα στον πάγκο, δίπλα από την ταμειακή. Αργότερα, αφού τον καθάριζα επιμελώς, θα αποφάσιζα εάν άξιζε ή όχι την περίοπτη θέση στην αποθήκη.

Αφού τελειώσαμε την καταχώριση και την καταγραφή των αφιχθέντων, έσπευσα να τον καθαρίσω. Όμως, όταν έπιασα τη λαβή του, αισθάνθηκα ένα απαλό τίναγμα. Ο καρπός μου μούδιασε, τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν.

«Πρόσεξε, Ιωάννη!»

Από το βάθος, άκουσα τη φωνή του κύριου Σωκράτη, αλλά ήταν ήδη αργά για να αντιδράσω. Η λάμψη στο κάτοπτρο μετατράπηκε σε εκτυφλωτική δέσμη και τρύπησε με βία τον κερατοειδή. Το γαλακτερό λευκό που καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του γυαλιού πήρε μορφή, τα χρώματα άλλαξαν εμφανίζοντας νέα, γήινα. Το καφέ του ξύλου, το ξεθωριασμένο κίτρινο της σκόνης, το ξεβαμμένο μπλε της ταπετσαρίας…

Τα χρώματα έφτιαξαν σχήματα, τα σχήματα αντικείμενα. Ένας καινούριος χώρος διαμορφώθηκε. Και στο κέντρο εγώ, να παρατηρώ από την άλλη μεριά του καθρέφτη τον εαυτό μου, περιπατητή σε τόπο ξένο.

Περιπατητή μιας άλλης διάστασης.

 

Συνεχίζεται…


Μοιράσου το με αγαπημένους σου