When you explain it, it becomes BANAL.

Σε τόπο ξένο (ΙΙΙ) (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Σε τόπο ξένο (ΙΙΙ) (διήγημα)

ΙΙΙ

 

(συνέχεια από το προηγούμενο...)

 

«Για ελάτε από εδώ! Για ρίχτε ματιές και από εκεί! Τα καλύτερα σας έφερα, λέμε!»

Φτάσαμε στο Θησείο ύστερα από αρκετό περπάτημα. Ώρα τέσσερις παρά και η ανάσα μας κομμένη. Γκρίζα σύννεφα στον ουρανό, κακά μαντάτα στον καιρό. Κάποιοι από τους μικροπωλητές είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύουν την πολύτιμη πραμάτεια τους, ενώ άλλοι παρέμεναν απτόητοι από την κακοκαιρία που αργά ή γρήγορα θα ξεσπούσε.

«Τι ψάχνουμε;» με ρώτησε ο έτερος Γιάννης.

«Έναν καθρέφτη που δεν αντανακλά το φως».

Χωριστήκαμε. Ο δίδυμος αδερφός μου –πλέον απευθυνόμασταν ο ένας στον άλλον έτσι για να εξευμενίσουμε το παράλογο– κινήθηκε προς τη δεξιά μεριά, ενώ εγώ ανέλαβα την αριστερή.

Οι πάγκοι. Το απόλυτο χρυσωρυχείο. Πόσα όμορφα αντικείμενα, καλαίσθητα και μοναδικά! Μπρούτζινα αγαλματίδια, χειροποίητα κεραμικά σκεύη, ασημένια μαχαιροπίρουνα, μεταλλικές ρέπλικες από αυτοκίνητα εποχής. Το βασίλειο στο οποίο κυβερνούσε ο κύριος Σωκράτης. Στη θύμηση του καλοσυνάτου γέροντα αισθάνθηκα τα δάκρυα να μουσκεύουν τα μάγουλά μου. «Υπομονή» είπα από μέσα μου για να μου δώσω κουράγιο. «Θα επιστρέψεις».

Επιτάχυνα το βήμα μου. Με διακατείχε βιασύνη, ο προάγγελος των χειρότερων επιλογών. Ήμουν σίγουρος ότι ο καθρέφτης βρισκόταν εδώ. Ποιος εξάλλου θα ήθελε ένα φαινομενικά χαλασμένο αντικείμενο για το σπίτι του; Ουδείς. Ωστόσο, τα περιθώρια στένευαν, μαζί τους και ο χρόνος.

Ο έτερος Γιάννης με πλησίασε. «Τζίφος» είπε, «έψαξα, μα δεν βρήκα τίποτα».

Λίγο έλειψε να τα παρατήσω, όταν ξάφνου τα σύννεφα απλώθηκαν διά μαγείας σχηματίζοντας σχισμή στον ουρανό. Μία τόση δα μικρούλα ακτίνα φωτός κατάφερε να περάσει στον πάγκο του τελευταίου πωλητή και τον φώτισε σαν προβολέας νυκτός.

Ο καθρέφτης!

Θαύμα; Συμπαντικός συγχρονισμός; Σύμπτωση; Ή μήπως…

Έτρεξα προς το μέρος του. Ο πωλητής γέμιζε τις χάρτινες κούτες του με την απούλητη πραμάτεια. Από τις εκφράσεις του, το σημερινό παζάρι στάθηκε άκαρπο.

«Καλησπέρα σας».

Σήκωσε τα μάτια του και με κοίταξε, μάτια κουρασμένα, μελαγχολικά. «Τι θα ήθελες, νεαρέ; Πάει, τελειώσαμε. Θα βρέξει».

Έσκυψα και τράβηξα τον καθρέφτη προσέχοντας να διατηρήσω τη στοίβα σε ισορροπία. Είχε σφηνώσει για τα καλά.

«Μπορείτε να με βοηθήσετε;»

Ο μεσόκοπος άντρας παράτησε την κούτα στον πάγκο και χαμήλωσε στο ύψος μου. Βύθισε τα δάχτυλά του στη στοίβα και τη σήκωσε με ιδιαίτερη ευκολία. Στα χέρια του τα αντικείμενα αποκτούσαν βάρος μαξιλαριού. Περιεργάστηκε τον καθρέφτη.

«Αυτό θέλεις; Είσαι σίγουρος;»

«Μάλιστα».

«Αφού είναι χαλασμένος. Τι θα τον κάνεις;»

«Κάτι θα βρω, μην ανησυχείτε» του απάντησα αστειευόμενος.

Αγόρασα τον καθρέφτη για πέντε ευρώ, τιμή κελεπούρι κατά τα λεγόμενά του. Αν ήξερε τι φυλούσε τόσον καιρό καταχωνιασμένο κάτω από τα κάδρα και τα μαγειρικά σκεύη, ίσως να άλλαζε γνώμη.

«Καιρός να επιστρέψουμε προς το σπίτι σου» είπα στον δίδυμο. «Αποστολή εξετελέσθη!»

Πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Το κορμί μου έκαιγε από υπερένταση, το μυαλό μου υπερλειτουργούσε προσπαθώντας να σκεφτεί τους πιθανούς τρόπους για να επιτευχθεί η πολυπόθητη επιστροφή. Ήθελα να υψώσω τον καθρέφτη μπροστά μου και να τον κοιτάξω, όμως είχα υποσχεθεί στον Γιάννη ότι θα τον βοηθούσα με τις εξετάσεις. Οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, που λένε και στην περίπτωσή μας, τους καλούς δίδυμους αδερφούς. Ακόμα και όταν προσφέρθηκε να γυρίσει μόνος του στο διαμέρισμα για να μελετήσει, εγώ ήμουν ανένδοτος. «Με βοήθησες, και τώρα ήρθε η σειρά μου να ανταποδώσω τη χάρη».

Έτσι και έγινε.

Ανεβήκαμε στο διαμέρισμά μου – μας, καθώς οι αλλαγές στο εσωτερικό ήταν ελάχιστες. Τα ίδια πιάτα παρατημένα στον νεροχύτη, τα ίδια ρούχα κρεμασμένα στις καρέκλες και στις πολυθρόνες, το ίδιο wallpaper στον υπολογιστή, τα ίδια βιβλία επιμελώς τοποθετημένα στα ράφια της βιβλιοθήκης ανά είδος.

Ξέκλεψα λίγα λεπτά και ανέτρεξα στη συλλογή με τα βίπερ. Είχε όλα όσα είχα, πλην του τεύχους της Μάσκας που βρήκα την ημέρα που γνώρισα τον κύριο Σωκράτη. Όταν του είπα πού θα μπορούσε να το βρει στο Μοναστηράκι, το πρόσωπό του έλαμψε από χαρά και με ευχαρίστησε. «Θα πάω αύριο κιόλας!» είπε κατενθουσιασμένος.

Το μεγαλύτερο ταλέντο του δίδυμου αδερφού μου ήταν το να κρατά σημειώσεις. Σε δύο μόλις τετράδια υπήρχαν οι πιο ουσιώδεις από τα πιο απαιτητικά μαθήματα. Ζήλεψα την υπομονή και την αποφασιστικότητα με την οποία οργάνωνε τη σκέψη του στο χαρτί. Ο γραφικός του χαρακτήρας ταίριαζε με τον δικό μου (αλίμονο!), με τη μόνη διαφορά ότι σε σημεία υπήρχαν μικρά σχήματα όμοια με ιερογλυφικά, που δίχως υπόμνημα ήταν αδύνατον να αποκρυπτογραφήσω. «Αυτά είναι δικές μου “λέξεις”, που χρησιμοποιώ για να γλιτώνω χρόνο κατά τη διάρκεια της παράδοσης» μου εξήγησε. Εντυπωσιάστηκα. Φαντάστηκα τον κόπο που έπρεπε να καταβάλω, τον χρόνο που έπρεπε να ξοδέψω για να φτάσω στο σημείο να πλάσω μία γλώσσα ολόδική μου. Τρομερό.

Ο έτερος Γιάννης βυθίστηκε στις σημειώσεις του, γυρνούσε τις σελίδες, ανέτρεχε στα περιεχόμενα, τα οποία ο ίδιος έγραψε. Εγώ απαντούσα όταν και όποτε μου απηύθυνε τον λόγο. Και η ώρα περνούσε και εγώ απορούσα πώς, όντας κακός φοιτητής, είχα περάσει τα μαθήματα που εκείνος χρωστούσε. Ψάχνοντας τους λόγους, οι απαντήσεις εμφανίστηκαν για να μου υπενθυμίσουν το προφανές: όλα αποτελούσαν το συμπαντικό σχέδιο μιας ανώτερης δύναμης. Ποιας; Αδυνατώ να κατονομάσω.

Το καμπαναριό της εκκλησίας σήμανε οκτώ φορές. Βράδυ. Και εμείς κατάκοποι, ξαπλωμένοι στους καναπέδες του καθιστικού.

«Εγώ τελείωσα με το διάβασμα. Εσύ τι θα κάνεις τώρα; Πώς θα γυρίσεις;»

Σήκωσα τους ώμους μου άκεφος. «Έλα ντε;»

Κρατούσα τον καθρέφτη στα χέρια μου και τον έστριβα γύρω από τον άξονά του. Η αμηχανία και το άγχος με καταβρόχθιζαν λεπτό το λεπτό. Οι αμφιβολίες φούντωναν, το σώμα μου βούλιαζε βαθύτερα στο μαξιλάρι του καναπέ. Ο έτερος Γιάννης κατάλαβε τη δυσφορία μου και με πλησίασε, λες και η δική μου μεταστροφή του χαρακτήρα επηρέασε και τον δικό του. Τελικά, οι θεωρίες πως τα δίδυμα συνδέονταν με κάποιο αόρατο, συναισθηματικό νήμα όντως ίσχυαν.

Προσπάθησε να με καθησυχάσει. Μάταια. Ζήτησε ευγενικά τον καθρέφτη και του τον πρόσφερα. Τον περιεργάστηκε ακριβώς με τον ίδιον τρόπο που τον περιεργαζόμουν τόση ώρα. Δίδυμα. Η θεωρία αποκτούσε διαρκώς όλο και περισσότερη ισχύ.

«Θυμάσαι εάν έκανες κάτι περίεργο που να ενεργοποίησε τον καθρέφτη;»

«Όχι, δυστυχώς. Οριακά θυμάμαι πώς βρέθηκα εδώ».

«Μήπως σκεφτόσουν κάτι συγκεκριμένο, καθώς τον κρατούσες; Μήπως…»

Τινάχτηκα από τον καναπέ σαν ξεχαρβαλωμένο παιχνίδι. Τα ελατήρια έτριξαν. «Αυτό είναι!» φώναξα. «Γιάννη, είσαι μεγαλοφυΐα!»

«Είμαστε» με διόρθωσε γελώντας. «Για πες».

«Ο κύριος Σωκράτης μου είπε πως αυτός ο καθρέφτης δεν ήταν συνηθισμένος. Είπε αυτολεξεί: “Η ικανότητά του να απορροφά εικόνες και όχι να τις αντανακλά τον κάνει μαγικό”. Με το που το άκουσα, σκέφτηκα την εικόνα του εαυτού μου –τη φανταστική εικόνα του φανταστικού μου εαυτού, θέλω να πω–, δηλαδή πώς θα έμοιαζες εσύ, εάν κοιτούσες το είδωλό σου στον καθρέφτη. Και τότε ο καθρέφτης ενεργοποιήθηκε!»

«Είσαι σίγουρος;»

«Απολύτως».

«Αν και μπαίνω σε χωράφια που δεν με αφορούν, να ρωτήσω τον λόγο;»

Αναστέναξα. Εάν κάποιος άλλος και όχι ο έτερος Γιάννης με ρωτούσε, θα προφασιζόμουν κάποιο ψέμα, θα κατέφευγα σε δικαιολογίες και μισόλογα. Τώρα η κατάσταση διέφερε. Η ερώτηση προερχόταν από κάποιον που πραγματικά με καταλάβαινε. Τα δικά μου ελαττώματα ήταν τα δικά του προτερήματα, τα δικά μου προτερήματα τα δικά του ελαττώματα. Μισός εγώ και μισός εκείνος, φτιάχναμε μία ολότητα. Έναν άνθρωπο.

Τον Γιάννη.

«Πέρασα ζόρικη εβδομάδα. Γύρω μου άκουγα για αυξήσεις σε μισθούς, για προαγωγές, για ταξίδια. Θόλωσα. Ανακάλεσα το παρελθόν μου, βυθίστηκα στο παρόν μου και φαντάστηκα το μέλλον μου. “Είμαι όντως ευτυχισμένος;” αναρωτήθηκα. Μήπως έπρεπε να αναθεωρήσω τι είναι σημαντικό και τι ασήμαντο στη ζωή μου; Μήπως κατευθύνομαι προς τον δρόμο που τον χάραξε η ρουτίνα και η συνήθεια; Μήπως…»

Ο έτερος Γιάννης με διέκοψε.

«Κατανοητό. Τώρα πιάσε τον καθρέφτη και σκέψου τον εαυτό σου στο παράλληλο σύμπαν, στο σύμπαν που εσύ ο ίδιος θεωρείς σωστό. Πού θα ήθελες να βρίσκεσαι τώρα, με ποιους ανθρώπους, σε ποια εργασία. Είδες πώς διαμορφώθηκαν τα πράγματα εδώ, και απ’ ό,τι καταλαβαίνω, δεν σε γεμίζουν. Δεν θέλεις να γίνεις γεωπόνος, δεν θέλεις να ασχοληθείς με τις καλλιέργειες. Το σύμπαν σε έχει προετοιμάσει για κάτι διαφορετικό, για κάτι μοναδικό. Για κάτι μεγαλειώδες. Πάρε, λοιπόν, τον καθρέφτη και σκέψου. Σκέψου ποιον εαυτό θέλεις να αντικρίσεις, μόλις ανοίξεις τα μάτια σου το πρωί, μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου…»

Υπάκουσα. Πήρα βαθιά ανάσα, σκέφτηκα και κοίταξα.

Λίγο προτού εξαφανιστώ από τον κόσμο του έτερου Γιάννη, θυμήθηκα ότι δεν είχαμε αποχαιρετιστεί. Αργότερα, όταν ανασυγκρότησα τις σκέψεις μου, συνειδητοποίησα τον λόγο: ποτέ κανείς δεν αποχαιρετά τον εαυτό του, όσο και αν η μοίρα τον έχει καταραστεί, όσο και αν η καθημερινότητα φαντάζει μαρτύριο. Ποτέ.

Παρά μόνο όταν πεθάνει.

 

Ίδιος τόπος. Ίδιος χρόνος.

Ξανά πίσω.

Ξανά σε τόπο γνώριμο.

Στον τόπο μου.

Στον χρόνο μου.

Ευτυχία.

 

Ο κύριος Σωκράτης έτρεξε να με αγκαλιάσει. Θα ήταν ψέμα, εάν έλεγα ότι αυτή την αγκαλιά δεν την περίμενα όσο τίποτα στον κόσμο. Στον κόσμο μου.

Πήρα βαθιές ανάσες. Ηρέμησα. Η υπερένταση καταλάγιασε.

Για την επόμενη μισή ώρα απαντούσα στον καταιγισμό ερωτήσεων με όσο το δυνατόν λιγότερες λεπτομέρειες. Ο κύριος Σωκράτης είχε πάρει φωτιά.

«Πώς ήταν το μαγαζί μας;»

«Πώς συμπεριφερόμουν;»

«Είχα μαλλιά;»

«Πώς έμοιαζε ο έτερος Γιάννης;»

Και η λίστα θα συνεχιζόταν επ’ άπειρον, εάν το καμπανάκι της εισόδου δεν ηχούσε. Νέος πελάτης! Μία κυρία κοντά στα πενήντα, διοπτροφόρα και καλοσυνάτη, πέρασε το κατώφλι του παλαιοπωλείου. Του παλαιοπωλείου μας.

«Πώς θα μπορούσα να σας βοηθήσω;»

Με πλημμύρισαν συναισθήματα και αναμνήσεις, εικόνες προηγούμενων «παράξενων» υποθέσεων, η πρώτη μου γνωριμία με τον κύριο Σωκράτη, ο πρώτος πελάτης που αγόρασε κάποια αντίκα μας. Πόσο πολύ μου είχε λείψει αυτή η φράση!

Η προσοχή της έπεσε σε ένα φωτιστικό με αναπαραστάσεις κυνηγιού.

Déjà vu.

Καθάρισα τα μάτια μου από το θόλωμα που έφεραν τα δάκρυα και την παρατήρησα λίγο καλύτερα. Η στάση μου την έφερε σε αμηχανία.

«Όλα καλά, νεαρέ;» με ρώτησε.

«Μάλιστα, κυρία» της απάντησα. «Να σας το αμπαλάρω;»

«Αν δεν σου κάνει κόπο».

Καθώς τύλιγα το φωτιστικό με εφημερίδες, αισθάνθηκα τους παλμούς της καρδιάς μου να ανεβαίνουν. Κρεμόμουν από τα χείλη της.

«Το μαγαζί σας έχει όμορφη αισθητική. Απλώς νομίζω ότι χρειάζεται περισσότερα βιβλία. Εάν ήταν δικό μου, θα γέμιζα όλα τα ράφια με βιβλία, παλιά και νέα, ευπώλητα και μη. Βλέπετε, τα βιβλία είναι το πάθος μου. Θα το ονόμαζα “Χαρτί και Μολύβι” και θα…»

Αναρωτήθηκα εάν θα έπρεπε να της αποκαλύψω ότι σε κάποια παράλληλη διάσταση η επιθυμία της είχε γίνει πραγματικότητα. Ύστερα σκέφτηκα πως θα τη στενοχωρούσα. Είναι οδυνηρό να γνωρίζεις πως κάποιος άλλος –ακόμα και εάν αυτός ο κάποιος είναι ο ίδιος σου ο εαυτός– κατάφερε να εκπληρώσει τα όνειρά σου σε κάποια άλλη ζωή που δεν πρόκειται ποτέ να ζήσεις.

«Μην ανησυχείτε» της είπα και της έδωσα το φωτιστικό. «Το σύμπαν προνοεί για όλους μας».


Μοιράσου το με αγαπημένους σου