When you explain it, it becomes BANAL.

Τα σταφύλια της παρακμής

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Τα σταφύλια της παρακμής

Βγήκα, που λες, τις προάλλες από την αίθουσα των εξετάσεων με μια βαθιά μελαγχολία στη θέα των καμένων της Αθήνας. Ο ήλιος με βάρεσε σαν σφυρί στο κεφάλι με το που βγήκα απ’ το κτήριο, κι εξαιτίας του καταραμένου ερκοντίσιον έγινα σε ένα λεπτό μέσα λες και με ψέκασες απ’ τον ιδρώτα. Το όλο κλίμα της ημέρας και η υπερέντασή μου, που τώρα άρχιζε να ξεφτίζει σαν ακριβή κολόνια από ρετρό χουντικές δεξιώσεις, με έκαναν να επιθυμώ απεγνωσμένα μια αλλαγή, ένα πρωτοβρόχι, ρε παιδάκι μου, να σβήσουν οι φωτιές, να με χτυπήσει κι εμένα κατακούτελα, να δροσιστώ λίγο, κι ας με πετύχει με τη βαλίτσα στο χέρι στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Παρά την ταλαιπωρία μου πάντως, μπορώ να πω πως ένιωθα καλά. Φέτος τα θέματα είχαν δύο λογοτεχνικές ερωτήσεις κι εγώ άρπαξα την ευκαιρία! Άλλοι δυσκολεύτηκαν κομμάτι περισσότερο. Σ’ ένα πηγαδάκι η κοπέλα σχολίαζε με λεπτότητα πως: «Καλά, τα Σταφύλια της Οργής τα θυμόμουν από τη λίστα με τους συγγραφείς και τα έργα τους, όμως η άλλη ερώτηση με τη Φάρμα των Ζώων ήταν παγίδα. Πού να ξέρω εγώ ποιος πήρε την εξουσία, αν δεν την έχω διαβάσει τη μαλακία»; Έτοιμος ήμουν να της απαντήσω πως έπρεπε να βάλει λίγο τη λογική της: ποιοι γίνονται συνήθως αρχηγοί στη φάρμα, όταν τα ζώα μ’ είν’ αργά; Για ’μένα, η πραγματική ερώτηση παγίδα θα ήταν αν ρωτούσαν τι βγαίνει, όταν πατάμε τα σταφύλια της οργής…

Αχ, σταφυλάκι! Πόσο μου είχε λείψει έναν χρόνο! Να, τώρα δα πλησιάζει η εποχή τους, εδώ είναι, έφτασε! Τα σταφύλια τα έβλεπα πάντα σαν το κατεξοχήν σήμα-κατατεθέν του Σεπτέμβρη, όπως η Μπε-Εμ-Βε ήταν πάντα το σύμβολο του αυτοεστεμμένου μεσοαστού, ένα πράμα, κι ας μένει όλον τον Αύγουστο στο γκαράζ (ή στο πεζοδρόμιο με κουκούλα), γιατί με τόση κίνηση στις παραλίες απ’ όλο το τουρισταριό, ποιος το βγάζει έξω το αμάξι να πάθει φρένα, λάστιχα, λάδια, να το τρέχουμε στους τεχνίτες, να φεύγουν τα χιλιάρικα λες και φυτρώνουν στα δέντρα; Να, αυτό είναι τα σταφύλια, που λες. Είναι οι ελαφρώς παρατεταμένες (γιατί δεν μας κάνει καρδιά να πούμε «αργοπορημένες») διακοπές, τώρα που επιτέλους δεν κάνεις μια ώρα για μια διαδρομή 30 χιλιόμετρα ούτε έχεις πάνω απ’ την κεφάλα σου Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς να έρχονται με τις ρουλότ και να στήνουν την ομπρέλα τους ακριβώς μπροστά από τη δική σου, με τρία ως πέντε πιτσιρίκα ο καθείς που ουρλιάζουν με τις ώρες μέσα στη θάλασσα, λες και το κάναμε εδώ απόβαση της Νορμανδίας (αλήθεια, πότε τα προλαβαίνουν τόσα παιδιά, από τα 20 τα αρχίζουνε; εμένα στα 20 μού έβαζε ακόμα κομπρέσες η μάνα μου, μόλις ανέβαζα δέκατα, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα).

Τα σταφύλια –και ο Σεπτέμβρης– σηματοδοτούν για ’μένα την εποχή της δικής μας ευρεσιτεχνίας, της άκρως ελληνικής πατέντας, του «φθηνά και ποιοτικά» και των διακοπών «εδώ κοντά», στο φόντο των σχολείων που ανοίγουν και των γκρι σύννεφων που πλησιάζουν. Γιατί πώς να το κάνουμε! Τον Σεπτέμβρη τη μία μέρα θα δεις τη θάλασσα λάδι, όπως δεν την είχες δει ούτε τον Ιούλιο, και την επόμενη θα βγάλει έναν παλιοαέρα που θα σε πάρει και θα σε σηκώσει, και θα ρίξει και μια καταιγίδα στα καπάκια, έτσι, για να κολλάει καλά πάνω σου η άμμος που σε μπατσίζει. Κι αφού ευχαριστήθηκες την εκδρομή, αύριο τα κεφάλια μέσα: σχολείο, δουλειά, καθημερινότητα. Ο μόνος σταθερός παράγοντας σε αυτόν τον, κατά βάση, μήνα των αλλαγών ήταν πάντα ένας: το γομαροτσαμπί στο πλαστικό το τάπερ, που το μάδαγες αργά και μεθοδικά για πρωινό, δεκατιανό, μεσημεριανό, βραδινό, και πάλι απ’ την αρχή. Πλήρης τροφή, σου λέει. Το τρώνε οι αθλητές!

Ναι, αλλά ποιο ακριβώς είδος τρώνε οι αθλητές δεν μας το έλεγαν ποτέ οι γονείς μας, που προσπαθούσαν απλώς να ταΐσουν το κακορίζικο που είχε βαρεθεί να τρέφεται με ρώγες μια βδομάδα. Όχι, γιατί πρέπει να το διευκρινίσουμε αυτό, τώρα μάλιστα που απέκτησα κι εγώ δέκα κληματαριές κι έγινα ημιγνώστης του θέματος. Υπάρχουν ποικιλίες και ποικιλίες, να πούμε, κι η καθεμία έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες: τα κόκκινα, τα άσπρα, οι σταφίδες, τα με και τα χωρίς κουκούτσι, τα σταφύλια της οργής του Στάινμπεκ, μη σου πω και τα σταφύλια της καταπίεσης που βγάζουν το Κρασί των Δειλών – τοπική σπεσιαλιτέ, αν ρωτήσετε και τον Μενέλαο τον Λουντέμη. Και μιας που το έφερε η κουβέντα, αν είναι να φτιάξεις και κρασί, πρέπει να ξέρεις τι κάνεις γενικότερα, γιατί κάθε είδος θέλει τη δική του διαδικασία, την ειδική του φροντίδα. Όλα κι όλα, δεν πετάς τον μούστο στο βαρέλι και τον παρατάς κάνα μήνα στην τύχη του! Υπάρχουν τελετουργίες, έλεγχοι, πρωτόκολλα.

Διαφορετικά, κινδυνεύεις να σου παραβράσει ο μούστος, κι από κρασί των δειλών να πάρεις τελικά το ξίδι της κατακραυγής, για παράδειγμα. Θέλει πολλή προσοχή και μετρημένες κινήσεις, θέλει και πλήρη επίγνωση του καιρού που αυτήν την εποχή αλλάζει από στιγμή σε στιγμή κι επηρεάζει τη διαδικασία απ’ την αρχή ως το τέλος της. Φέτος ιδιαίτερα, που ο Σεπτέμβρης προβλέπεται λίγο πιο Σεπτέμβρης από τους τελευταίους Σεπτέμβρηδες. Πολλές οι αλλαγές που έχουν μαζευτεί για αυτόν τον έρμο μήνα, φίλε αναγνώστη, και πολλές οι προθεσμίες κι οι προσδοκίες που του έχουμε φορτώσει, ατομικά και κοινωνικά, τόσο που θα μας παρομοίαζες εύκολα με καζάνι... με μούστο… που βράζει.

Το βλέπεις γύρω σου, στα όσα σου λέει ο συνάδελφος που βαράει τετράωρες υπερωρίες μετά την κουτσοάδεια, επειδή παραιτείται κόσμος μαζικά από τη δουλειά, στο πώς σε κοιτάει η σερβιτόρα που έχει ξεπεράσει προ πολλού τα όριά της, σε όλους όσοι νιώθουν πως παλεύουν μόνοι τους, ενώ δεν θα έπρεπε. Μέσα σ’ όλα αυτά, κανένας δεν φαίνεται να ξέρει πια τι κάνει, τόσο που έχουμε απομείνει όλοι να περιμένουμε πού θα στραβώσει το πράγμα, πού θα χυθεί ο μούστος, πού θα ξινίσει το κρασί, πού θα βαρέσει ένα πρωτοβρόχι να μας χαλάσει την εκδρομή του Σαββατοκύριακου, κι αυτή θα είναι η σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι.

Ως ερασιτέχνη αμπελουργού, εμένα οι γνώσεις μου περιορίζονται ακόμα μόνο στο ροζέ. Στο ροζέ πάντως, όταν βλέπεις πως κάτι δεν πάει καλά, μπορείς να κάνεις κάποια πράγματα μπας και σώσεις την παραγωγή. Δεν κάθεσαι να το κοιτάς με ένα τσαμπί στο χέρι.


Μοιράσου το με αγαπημένους σου