When you explain it, it becomes BANAL.

Η (αυχενική) μοίρα της Γουόντερ Γούμαν (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο 	Η (αυχενική) μοίρα της Γουόντερ Γούμαν (διήγημα)

Αποφάσισα να σας εξομολογηθώ πώς σκότωσα τη Γουόντερ Γούμαν, γιατί μέχρι σήμερα δεν το έχω πει σε κανέναν και το βάρος είναι ανυπόφορο.

Εκείνο το βραδάκι είχαμε πάρει πίτες με κολοκυθοκεφτέ από το Πικάντικο και τις τρώγαμε περπατώντας αργά στις ασφαλτοστρωμένες διαδρομές της Πλατείας. Το σκηνικό ήταν ειδυλλιακό. Ξαφνικές και σύντομες ριπές του Σορόκου –μια ελαφριά, αλλά καλοδεχούμενη δροσιά μετά την παρατεταμένη κάψα του καλοκαιριού– στροβίλιζαν τα κιτρινισμένα φύλλα που είχαν πέσει από τις αγριοκαστανιές. Το ηλιοβασίλεμα είχε κρυφτεί πίσω από τα πολυώροφα βενετσιάνικα κτήρια στην Πόρτα Ρεμούντα, όμως τα σκόρπια σύννεφα στον ουρανό είχαν δανειστεί μία παλέτα αποχρώσεων του ροζ από τις ουράνιες αντανακλάσεις του θνήσκοντος φωτός, προδίδοντας την αόρατη σ’ εμάς δύση – άλλη μία από τις εκατομμύρια που είχε ζήσει η Γουόντερ Γούμαν ανά τους αιώνες και, δυστυχώς, η τελευταία της.

Όλα, λοιπόν, ήταν φυσικώς ενορχηστρωμένα για χάρη μας, σε συνθήκες που μάλλον κι οι δυο μας υποσυνείδητα προσδοκούσαμε, αφού κανείς δεν είχε βάλει αυτή τη φορά τζατζίκι στην πίτα του.

Λίγα λεπτά αργότερα, με δυο σταγόνες κόκκινη σάλτσα πάνω στην μπλε μικροσκοπική υπερ-φουστίτσα της να μαρτυρούν το δείπνο που μόλις είχαμε τελειώσει, ήμασταν ακουμπισμένοι με τους πήχεις στα ξεφλουδισμένα κάγκελα των ενετικών τειχών πάνω από τον ΝΑΟΚ. Κανείς δεν υπήρχε τριγύρω μας, πράγμα πολύ παράξενο για τέτοια ώρα και μέρα στην Πλατεία – αν και πιστεύω πως η Γου Γου είχε κάπως βάλει το μαγικό της χεράκι σε αυτό… Με τους ώμους μας να αγγίζονται ανεπαίσθητα, ατενίζαμε τη μαβιά πλέον θάλασσα μέχρι τις απέναντι οροσειρές της Ηπείρου. Όμως η δική μου σκέψη δεν είχε απομακρυνθεί παραπάνω από λίγες σπιθαμές στα δεξιά μου.

Τα τελευταία φθινοπωρινά σμήνη από σταχτάρες φτεροκοπούσαν στον ουρανό πάνω από εμάς φλυαρώντας ακατάπαυστα, μα η σιωπή της αμήχανης στιγμής ανάμεσά μας –αυτή η σιωπή, όταν όλες οι αφορμές για συζήτηση και αστεία έχουν στερέψει– ήταν πολύ πιο ηχηρή και σήμαινε μόνο μία αναπόδραστη εξέλιξη…

Στραφήκαμε σχεδόν ταυτόχρονα ο ένας προς τον άλλον και το πρόσωπό μου είχε φτάσει πιο κοντά από κάθε άλλη φορά στο πρόσωπο της Γουόντερ Γούμαν. Στο παρελθόν, όταν κάποιες φορές της έδειχνα πώς ακριβώς λειτουργεί ένα κινητό τηλέφωνο ή όταν της εξηγούσα στο λάπτοπ πώς το Gmail μπορεί να μεταφέρει ένα γράμμα πιο γρήγορα από τον Σούπερμαν, ήμασταν και τότε πολύ κοντά, αλλά τούτη τη φορά ήταν αλλιώς. Δεν ήμασταν μόνο πλάι με πλάι, αλλά και βλέμμα με βλέμμα. Τώρα τα μάτια μας, τα χείλη μας, άφηναν αυτή την ελάχιστη απόσταση ανάμεσά τους που ονομάζεται «έρωτας εν τη γενέσει» και που υπάρχει μόνο και μόνο, για να μηδενιστεί ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα. Τα σώματά μας έλκονταν με μια ανεπαίσθητη ταχύτητα, ίσα ίσα ικανή να κατανικήσει τον ρυθμό διαστολής του σύμπαντος, το οποίο προσπαθούσε μάταια πια να μας κρατήσει μακριά.

Εγώ ήμουν η Γη κι αυτή ολόκληρος o σπειροειδής Γαλαξίας μου, κι όμως ένιωθα ότι μπορούσα να τη χωρέσω όλη μέσα μου, ένιωθα ότι αυτή η μεγαλειώδης σούπερ ηρωίδα, για την οποία οι διαστάσεις του χώρου και του χρόνου είχαν τελείως διαφορετική έννοια από ό,τι για μένα, μπορούσε –και κυρίως ήθελε– να συμπυκνώσει την υπεράνθρωπη υπόστασή της σε μία ανθρώπινη οντότητα που μπορούσα να την αγγίξω, να την αγαπήσω και κυρίως να ξαπλώσω στο κρεβάτι μαζί της – δεν έχει νόημα να πω ότι δεν το σκεφτόμουν από την αρχή. Ένιωθα ότι είναι πλέον έτοιμη να ανταποκριθεί στον έρωτά μου, έναν έρωτα που καταπίεζα όλους τους μήνες της γνωριμίας μας και που δεν βρήκα ποτέ το θάρρος έστω να υπονοήσω, φοβούμενος το κοσμικό της μέγεθος και την ασύλληπτη δύναμη της γροθιάς της.

Αυτή τη στιγμή όμως εκείνη ήταν που φοβόταν. Το έβλεπα πια στις κόρες των ματιών της. Το δικό μου βλέμμα ήταν σταθερά καρφωμένο στα μεγάλα ελλειπτικά της μάτια, που στις άκρες τους έγερναν ελαφρά προς τα κάτω και υποδήλωναν μία ανεπαίσθητη και γοητευτική μελαγχολία που απέρρεε από τους αμέτρητους αιώνες μαχών στις αρένες του χωροχρονικού συνεχούς. Στα δικά της μάτια όμως οι κατάμαυρες σαν κάρβουνο κόρες κινούνταν σπασμωδικά πάνω κάτω, δεξιά αριστερά – σαν να προσπαθούσαν να καλύψουν όλα τα σημεία από τα οποία μπορεί να έρθει η όποια απειλή. Στην ουσία όμως προσπαθούσαν να επεξεργαστούν όχι τόσο αυτό που έβλεπαν όσο αυτό το πρωτόγνωρο συναίσθημα που μετέφερε ο εγκέφαλος ακριβώς πίσω τους.

Ναι, η Γουόντερ Γούμαν ήταν κι αυτή ερωτευμένη και τρόμαζε στην ιδέα πως για πρώτη φορά στη ζωή της θα παραδινόταν σε κάποιον. Κι αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ! Ένας κοινός θνητός (όλοι το ξέρουν πως ο Στιβ Τρέβορ ήταν ένας έρωτας επιβεβλημένος από τον σκιτσογράφο). Αυτή που τα είχε βάλει με τους ισχυρότερους θεούς και δαίμονες στην ιστορία του σύμπαντος και των κόμιξ βρισκόταν ελάχιστες στιγμές πριν το σημείο παραδοχής της αδυναμίας της να κατανικήσει τον έρωτα κάποιου Γιώργου.

Αυτή η συνειδητοποίηση με έκανε να επιταχύνω από την πλευρά μου την προσέγγιση, περίπου κατά ένα χιλιοστό την ώρα. Ενστικτωδώς αφήσαμε κι οι δύο τα σκουριασμένα κάγκελα και στρέψαμε αργά και τα σώματά μας το ένα προς το άλλο. Άρχισα να νιώθω τα εσωτερικά μου όργανα –και κάποια εξωτερικά– να συστρέφονται από την έξαψη της στιγμής, κι ένα σφίξιμο ξεκίνησε να ανεβαίνει προς τον λαιμό, κόβοντάς μου για λίγο το οξυγόνο πριν βγει από το στόμα μου, όχι ως πικάντικο ρέψιμο, όπως φοβήθηκα, αλλά ως ένα: «Ωωω… Γουόντερ Γούμαν», μπάσο από τον γνησίως αύξοντα πόθο και ξένο προς τη φωνή μου. Αυτή ένωσε τα σαρκώδη και φυσικώς κατακόκκινα χείλη της και προσπάθησε να καταπιεί το σάλιο της, διαπιστώνοντας για πρώτη μάλλον φορά στη ζωή της πως ο έρωτας στεγνώνει το στόμα.

Κατάφερε να ψελλίσει: «Λέγε με απλά ‘Ντάμπλγιου’. Όταν μιλάμε ψιθυριστά, το ‘Γουόντερ Γούμαν’ ακούγεται κάπως σαν ‘Γουότερ Γούμαν’».

«Και το ‘Ντάμπλγιου’ ακούγεται λίγο τζεϊμσμποντικό και δεν είναι ό,τι πιο εύγλωττο κι ερωτικό» της απάντησα.

«Τότε λέγε με ‘Ντιάνα’, όπως με φώναζαν παλιά» αντιπρότεινε.

«Χμμ… Ααυτό, είναι η αλήθεια, θυμίζει χαρτί υγείας σε εμάς τους σαραντάρηδες» είπα χαζοχαμογελώντας, φοβούμενος μην τη νευριάσω. «Αν θες όμως μπορώ να σε λέω ‘γκερλ’, με προφορά αμερικανικού νότου, οπότε θα ακούγεται όπως το τελευταίο γήινο όνομά σου, το ‘Γκαλ’».

«Μου αρέσει» λέει, «γιατί ποτέ δεν είχα την ευκαιρία να είμαι ένα απλό κορίτσι. Πόσω μάλλον το κορίτσι κάποιου. Και τώρα θέλω να γίνω το δικό σου κορίτσι. Όμως φοβάμαι… Φοβάμαι, γιατί κάποια μέρα εσύ δεν θα είσαι πια εδώ κι εγώ θα είμαι για πάντα εδώ και για πάντα μόνη και πιο θλιμμένη από πριν».

«Κούνια που σε κούναγε» σκέφτομαι τώρα, εκ των υστέρων, αλλά τότε της απάντησα: «Μην το σκέφτεσαι αυτό. Ούτως ή άλλως, σχεδόν πάντα οι άντρες πεθαίνουν πρώτοι από τις γυναίκες τους. Το λένε οι στατιστικές».

Έχοντας πλέον κατά νου τους ενδοιασμούς που μόλις μου είχε εκφράσει, σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να δράσω γρηγορότερα, προτού καταφέρει περισσότερους λογικούς συνειρμούς που θα εξουδετέρωναν την προϊούσα μαγεία και θα μετέτρεπαν τους ενδόμυχους ενδοιασμούς της σε… ισπανική υποχώρηση.

Πέρασα το αριστερό μου χέρι χαμηλά πίσω από την πλάτη της, ακουμπώντας τη χαρακτηριστική χρυσή υπερ-ζώνη στη λεπτή της μέση, και με διακριτική, αλλά σταθερή πίεση έγειρα το καλλίγραμμο σφιχτό κορμί της προς τα πίσω, όπως ο Κάρι Γκραντ την Ντέμπορα Κερ στο Μεγάλε μου έρωτα. Σχεδόν ταυτόχρονα έκανα κι ένα βήμα με το αριστερό πόδι προς τα εμπρός, κι έτσι μηδένισα επιτέλους την απόσταση μεταξύ των χειλιών μας, θέλοντας να επισφραγίσω την επίσημη έναρξη αυτού του φαινομενικά αταίριαστου έρωτα με ένα παθιασμένο φιλί.

Όπως αποδείχτηκε όμως, είχα πιθανότατα αργήσει μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου στην κίνησή μου, διάστημα ικανό, για να επικρατήσουν τελικά οι δυσοίωνες σκέψεις του υπερ-ηρωικού της εγκεφάλου, ο οποίος είναι δυστυχώς φτιαγμένος από τη μάνα του έτσι, ώστε να μένει πάντα σε επαγρύπνηση στην αιώνια μάχη του Καλού με το Κακό και το Μέτριο, που μερικές φορές είναι χειρότερο από το Κακό.

Η Γουόντερ Γούμαν, και για λίγες μόνο στιγμές Γκερλ, διαρρηγνύοντας τις ιδιότητες του γήινου χρόνου, άρχισε να εκτοξεύεται μακριά μου σε σούπερ σλόου-μόσιον, προς τα πίσω και πάνω. Ένα δάκρυ από τα πανέμορφά της μάτια δεν κατάφερε να ακολουθήσει την πορεία του σώματός της κι έμεινε να αιωρείται στον σαστισμένο χώρο ανάμεσα στα γουρλωμένα μάτια μου και το σημείο που βρίσκονταν προηγουμένως τα δικά της.

Η τροχιά που της έμελλε να διαγράψει με την υπερ-εκτόξευσή της ήταν όμως πολύ πιο σύντομη από αυτή που έπρεπε και που θα περίμενε ο οποιοσδήποτε έχει δει από κοντά κάποιον υπερ-ήρωα να πετάγεται προς τα πάνω. Ο λόγος ήταν ο εξής: με το βήμα επισφράγισης που είχα κάνει λίγο νωρίτερα, γέρνοντάς την ελαφρά προς τα πίσω, το αριστερό μου πόδι είχε πατήσει κατά λάθος την άκρη της κάπας της.

Πριν από το δραματικό τέλος της ιστορίας, κάνω μια παρένθεση, για να καταδείξω την τραγική ειρωνεία της περίπτωσης: η Γουόντερ Γούμαν δεν είχε φορέσει ποτέ την κόκκινη αστεράτη κάπα της εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια. Η τελευταία φορά ήταν στο εξοχικό της στον Όλυμπο, που το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα της, τον Δία, και το οποίο είχε πει ότι ήθελε να έχει ως μόνιμη κατοικία για τους επόμενους αιώνες. Εκεί είχε λάβει χώρα το αποχαιρετιστήριο δια-κομιξ-ιακό πάρτι της οριστικής αποχώρησης και των τελευταίων σούπερ-ηρώων από τη Γη, οι οποίοι μας εγκατέλειψαν μάλλον οριστικά, επιστρέφοντας στα DC & Marvel σύμπαντά τους, απαυδισμένοι από την απάθεια του κόσμου απέναντι στη μαγεία και τη φαντασία και αηδιασμένοι από την εκμετάλλευση των χαρακτήρων τους από τα κινηματογραφικά στούντιο με αντάλλαγμα ένα πενιχρό και προσβλητικό 1% επί των καθαρών, μάλιστα, κερδών.

Για κάποιον λόγο λοιπόν, πιθανώς από ανασφάλεια ή από υποσυνείδητο φόβο που της προκαλούσαν τα αναδυόμενα συναισθήματά της για μένα, αποφάσισε να τη φορέσει σε εκείνο το σπουδαιότερο και τελευταίο ραντεβού μας. Με τις μοιραίες λεπτομέρειες να παίζουν πάντα τον ρόλο τους στις τραγωδίες, ο χαριτωμένος και σφιχτός κόμπος με τον οποίον είχε δέσει την κάπα στον λαιμό της λίγα λεπτά πριν, όταν χαζολογούσαμε λόγω της αμηχανίας που πάντα προκαλεί ένας προς αποκάλυψη έρωτας, σε συνδυασμό με την εξαιρετική πρόσφυση των Νιου Μπάλανς αθλητικών μου στην άκρη της κάπας της, και κυρίως η εξωπραγματική ταχύτητα με την οποία επιχείρησε να απομακρυνθεί από το φιλί μου, ήταν οι αιτίες που προκάλεσαν το κάταγμα αυχενικής μοίρας και τον ακαριαίο θάνατό της.

Το μόνο θετικό που μπορώ να σκεφτώ ύστερα από αυτή τη δραματική εξέλιξη και την τραγική ακύρωση ενός παρ’ ολίγον εκπληρωμένου έρωτα είναι ότι την προηγούμενη μέρα δεν είχα ανακοινώσει στην Αγγελική, όπως σκόπευα, ότι ήθελα να χωρίσουμε. Γιατί, εντάξει, μπορεί να μην είναι Γκαλ Γκαντότ, αλλά έχει κι αυτή τις χάρες της κι είναι καλό κορίτσι, και την έχω αγαπήσει έπειτα από τόσα χρόνια μαζί. Και ποιος μου λέει στο κάτω κάτω ότι κι η Γουόντερ Γούμαν δεν θα άρχιζε τη μουρμούρα και την γκρίνια ύστερα από κάποιο διάστημα…


Μοιράσου το με αγαπημένους σου