When you explain it, it becomes BANAL.

Μπορεί μετά να γίνει καλύτερο (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Μπορεί μετά να γίνει καλύτερο (διήγημα)

– Μου είπες στο τηλέφωνο ότι θέλεις να μου μιλήσεις για συγκεκριμένες περιπτώσεις αυτή τη φορά.

– Ναι, άκου. Για παράδειγμα, είχα διαβάσει, ας πούμε, πολύ καλά λόγια γι’ αυτόν τον νεαρό Αυστριακό συγγραφέα. Πανέξυπνη γραφή, αναρχική γραφή, γραφή με κοφτερό χιούμορ, γραφή με ιδιαίτερη φαντασία, και πάει λέγοντας. Ξεκίνησα το βιβλίο του με ανυπομονησία. Το πρώτο διήγημα ήταν πραγματικά ιδιαίτερο. Η γραφή ήταν καλή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, ίσως λίγο περισσότερη από όση θα ήθελα, αλλά αν μη τι άλλο είχε προσωπικό στιλ. Από την άλλη, η αναρχική γραφή αρκετές φορές μού έκανε περισσότερο για άναρχη. Σκέφτομαι: «Ας δω και τις επόμενες ιστορίες». Τα χαρακτηριστικά παραμένουν ίδια. Οι ήρωες συνήθως μονολογούν, σκέφτονται, αλλά αρκετές φορές οι σκέψεις τους μου μοιάζουν ανερμάτιστες, ασύνδετες μεταξύ τους, ακόμα κι αυτές που βρίσκονται μέσα στην ίδια παράγραφο. Λέω: «Ας περιμένω λίγο, είναι καινούριο, δεν το έχω συνηθίσει». Στις επόμενες ιστορίες ίσως αρχίσω να διακρίνω τις ιδέες που μάλλον κρύβονται στο φόντο όσο ο Αυστριακός με ξεγελάει με την αποκαλούμενη πανέξυπνη γραφή του και το κοφτερό του χιούμορ, που ακόμα δεν μου έχει κάνει ούτε μια τόση δα αμυχή. Εν τω μεταξύ, κάποια διηγήματα φτάνουν και τις τριάντα, σαράντα σελίδες.

– Και; Συνεχίζεις να διαβάζεις;

– Κι όμως, συνεχίζω, παρότι συχνά-πυκνά, και πάντα στα γρήγορα, υπολογίζω πόσες σελίδες μού έχουν μείνει, ας πούμε, στο τρέχον κεφάλαιο. Αυτό το «στα μουλωχτά» δεν το καταλαβαίνω ούτε εγώ που το κάνω. Λες και προσπαθώ να κρυφοκοιτάξω τις υπολειπόμενες σελίδες στα γρήγορα, ώστε να μην προλάβω να με δω τι κάνω… Έχω δικαίωμα να μη μου αρέσει κάτι που αρέσει στους πολλούς ή στους ειδικούς; Έχω. Όμως γιατί αρέσει στους μεν ή και στους δε; «Ας έχω υπομονή» σκέφτομαι, «ίσως, αν προχωρήσω κι άλλο, να καταλάβω γιατί αρέσει. Εξάλλου, είναι καλό να έχω διάφορα και διαφορετικά αναγνώσματα. Μου κάνει καλό». Ωπ! Ακριβώς το ίδιο που λέω και στα παιδιά, προκειμένου να τα πείσω να φάνε φακές, να φάνε φασολάκια γιαχνί, κι όχι όλο μακαρόνια και πατάτες τηγανητές.

– Τα παιδιά τα τρώνε όλα τα φασολάκια και τις φακές;

– Με πολύ ζόρι θα φάνε τόσο όσο χρειάζεται, για να απαντήσω θετικά στην επαναλαμβανόμενη ερώτηση: «Είναι αρκετό αυτό;».

– Εσύ το έφαγες όλο το βιβλίο;

– Ναι, όλο…

– Και τι σκέφτηκες, όταν το τελείωσες; «Μπράβο, είδες που τα κατάφερες;» ή: «Και τώρα τι κατάλαβες;»;

– Όντως, σκέφτηκα: «Να το που τελείωσε το βιβλίο! Με λίγη υπομονή το κατάφερα, και τώρα είμαι λίγο σοφότερος, γνωρίζοντας πώς γράφει και αυτός εδώ ο συγγραφέας». Σχεδόν ταυτόχρονα, όμως, σκέφτομαι και: «Ουφ, τι ανακούφιση! Έναν μήνα μού στοίχισε, αλλά πάει, τελείωσε! Ελπίζω μόνο να μη μου τύχει ξανά τέτοια περίπτωση».

– Άρα η μία σκέψη σου προσπαθεί να βρει τα θετικά αυτής της αυτο-επιβαλλόμενης προσπάθειας και η άλλη σού τονίζει το κόστος ευκαιρίας αυτής της αγγαρείας.

– Ναι, συνήθως κάπως έτσι συμβαίνει… Σχεδόν σε κάθε περίπτωση. Σε μία πολλά υποσχόμενη, αλλά απογοητευτική ταινία, σε ένα μέτριο φαγητό κάπου με 4,8 αστέρια στο Τριπ Αντβάιζορ, σε έναν σημαντικό, αλλά ανιαρό ποδοσφαιρικό αγώνα, σε κάτι αδιάφορο που μου εξιστορεί κάποιος, σε μία βαρετή σχέση…

– Το καταλαβαίνεις, όμως, ότι σε αυτές τις περιπτώσεις κανείς δεν σε αναγκάζει να συνεχίζεις να κάνεις κάτι που δεν το απολαμβάνεις. Μόνος σου το επιβάλλεις στον εαυτό σου.

– Ε, ναι. Αν δεν το καταλάβαινα, δεν θα ήμουν εδώ.

– Νιώθεις ότι αποκομίζεις κάποιο όφελος παρατείνοντας τη διάρκεια καταστάσεων που σου προκαλούν μία μικρή ή και μεγαλύτερη δυσφορία;

– Ναι, μάλλον. Δεν είναι σκέτο πείσμα. Μέσα από αυτή την επιμονή ίσως χτίζεις αυτοπειθαρχία, αποκτάς στοχοπροσήλωση.

– Υπάρχει λέξη «στοχοπροσήλωση»;

– Ξέρω γω… Τη συναντώ συχνά στο ίντερνετ τελευταία. Ούτε εμένα μ’ αρέσει. Δεν ξέρω γιατί τη χρησιμοποίησα.

– Τέλος πάντων. Ας συνεχίσουμε… Έχει, λοιπόν, κι ένα κόστος αυτή η κατάσταση. Το εντόπισες και μόνος σου πριν. Σου κοστίζει ένα μέρος του ελεύθερου, κυρίως, χρόνου σου. Ίσως και μία ψυχική φθορά. Πώς αντιλαμβάνεσαι τον χρόνο που περνά;

– Ως κάτι πολύτιμο που, αν χαθεί, δεν ανακτάται. Θέλω να μπορώ να απολαμβάνω τον ελεύθερο χρόνο μου στο εκατό τοις εκατό, ή έστω στο ενενήντα, αφού οι συμβιβασμοί είναι πάντα αναπόφευκτοι. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ, για να αποβάλω τον αυτο-εξαναγκασμό.

– Κατάλαβα… Είπαμε χρήσιμα πράγματα σήμερα. Κάπου εδώ, όμως, τελείωσε ο χρόνος μας. Την επόμενη Τετάρτη ίδια ώρα;

– Ναι, ναι… Βέβαια… Απ’ την άλλη… Δεν ξέρω… Ποια συνεδρία είναι αυτή; Η δέκατη τρίτη ή η δέκατη τέταρτη;

– Η δέκατη τέταρτη.

– Ωραία, έχουμε κάνει δεκατέσσερις. Εγώ, όμως, ακόμα νιώθω κάπως σαν ακραιφνής καθολικός που, όταν σκέφτεται την απόλαυση, πρέπει να αυτομαστιγωθεί. Δεν ξέρω… Δυσκολεύομαι να αντιληφθώ κάποια ιδιαίτερη βελτίωση…

– Είχαμε πει να κάνουμε είκοσι και να το αξιολογήσουμε τότε, αλλά, αν θες, το σταματάμε εδώ. Δεν είσαι υποχρεωμένος από κανέναν να συνεχίσεις χωρίς να το θέλεις.

– Εμ… Δεν ξέρω… Ας συνεχίσουμε... Μπορεί μετά να γίνει κάτι καλύτερο…


Μοιράσου το με αγαπημένους σου