When you explain it, it becomes BANAL.

Κατίνα Βλάχου: «Στο ποτάμι της ποίησης χωράμε όλοι»

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Κατίνα Βλάχου: «Στο ποτάμι της ποίησης χωράμε όλοι»

Τη συγγραφέα-ποιήτρια Κατίνα Βλάχου τη γνώρισα πριν από περίπου δέκα χρόνια στην παρουσίαση της ποιητικής της συλλογής Ατάκτως Ειρημένα στην Αναγνωστική Εταιρεία Κέρκυρας. Τον άνθρωπο Κατίνα Βλάχου –έναν άνθρωπο ανοιχτό, καλοσυνάτο και όμορφο μέσα κι έξω, ή μάλλον: από μέσα προς τα έξω– τον γνώρισα λίγα χρόνια αργότερα. Τα υπόλοιπα αφήνω την ίδια να τα πει:

 

Απολογισμός σε τόνο σκωπτικό

 

Τώρα που το καντήλι μου αργοσβήνει και θυμάμαι,

άλλα έχω για να χαίρομαι κι άλλα για να λυπάμαι.

«Θήλυ» ήταν η μοίρα μου και γέννησα δυο παίδες,

σε γιο και κόρη φόρεσα αγάπης χειροπέδες.

«Μάνα του λόχου» αργότερα σε όμορφες παρέες,

άφηνα στα ερωτικά να παίζουν οι μοιραίες.

Όχι πως δεν αγάπησα πολύ, μα και με πάθος,

εξ ου και όλη μου η ζωή συχνά έμοιαζε με λάθος.

Όμως λάθος δεν ήτανε. Ευγνωμονώ την ώρα,

θυμάμαι ακόμα με χαρά κάθε έρωτα μεγάλο

και η ψυχή μου αγάλλεται. Μακάρι να ’ταν τώρα.

Και όπως διαπιστώνετε, καθώς βαίνουν οι στίχοι,

όταν σκαρώνω ποιήματα ραγίζουνε κι οι τοίχοι,

αφού με ρίμα και ρυθμό στολίζονται οι ήχοι.

Εγώ δεν κρύβω λογισμούς, όλα στη φόρα βγαίνουν,

δεν ξέρω από μοντερνισμούς, όσο κι αν επιμένουν

αυτοί που ορίζουν τους συρμούς στα λόγια σαλόνια

και άποψη εκφέρουνε σαν φουσκωτά μπαλόνια,

για να μας πουν πως ποίηση είναι η εξής μία:

εκείνη που δεν εννοεί κανένας και καμία.

Δεν είμ’ εγώ ποιήτρια, εγώ όλο πλέκω στίχους

και τη βαρκούλα της ψυχής την κυβερνώ με ήχους.

Έχω κουπιά τα αισθήματα, και τα πανιά φουσκώνουν

πέντε σοφά νοήματα και σκέψεις που ματώνουν.

Η θάλασσα μου χάρισε της γλώσσας μου τη μουσική

και τη χαρά ή τη θλίψη μου την τραγουδάω με ψυχή.

Κι απ’ όλα όσα έγραψα, κάπου αν διαφωνείτε,

να ’σαστε μεγαλόψυχοι και να με συγχωρείτε.

 

κ.β. 23

 

Τι θυμάστε από τα παιδικά σας χρόνια στην Κέρκυρα;

Κ.Β.: Από τα παιδικά μου χρόνια, αν θυμάμαι κάτι, είναι στιγμές. Έχω προσπαθήσει να εξηγήσω αυτή την έλλειψη από μνήμες και έχω την εντύπωση ότι, επειδή πέθανε ο πατέρας μου, όταν ήμουν έντεκα χρονών, μαζί με τα ξερά ξέχασα και τα χλωρά και, για να ξεχάσω το τραυματικό βίωμα, τα ξέχασα σχεδόν όλα. Οι στιγμές που θυμάμαι έχουν πολλή σχέση με τη φύση, γιατί μεγάλωσα για μεγάλα διαστήματα σε ένα κτήμα, όπου ζω και τώρα, που έχει ένα ποταμάκι, έχει ένα δασάκι, έχει τους ήχους της νύχτας… Δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, όταν τελείωνα το σχολείο. Είχαμε λάμπες πετρελαίου ή λουξ. Ζεσταίναμε το νερό σε φωτιά ξύλων, για να πλυθούμε, δεν είχαμε τηλέφωνο... Ωστόσο, στην κατοπινή ζωή μου ήμουν πιο πολύ παιδί της πόλης από επιλογή. Και τώρα που διανύω το τελευταίο κομμάτι της ζωής, βρίσκομαι πάλι στο ίδιο φυσικό περιβάλλον, όπου έζησα στα νεανικά μου χρόνια. Θυμάμαι λοιπόν ότι ήμουν κλειστό παιδί και ότι κουβαλούσα ένα υπαρξιακό βάρος από νωρίς, ίσως λόγω του βιώματος του θανάτου, που μου δημιούργησε έναν προβληματισμό, αλλά και έναν θυμό. Δεν μπορούσα να διανοηθώ πώς γίνεται να υπάρχει θεός και να συμβαίνουν τέτοιες αδικίες. Γεννήθηκα το1950. Όταν ήμουν παιδί, στις φυλακές της Κέρκυρας, το Πανοπτικόν, υπήρχαν πολιτικοί κρατούμενοι. Από εκεί πέρασε όλη η αφρόκρεμα της Αριστεράς του Εμφυλίου. Επειδή κατοικούσα σε πολύ κοντινή γειτονιά, άκουγα τις φωνές διαμαρτυρίας των κρατουμένων. Κάποια μέρα ρώτησα την οικιακή βοηθό της θείας μου: «Γιατί φωνάζουνε, Μαρία;». Η απάντησή της ήταν απλοϊκή: «Είναι στη φυλακή και θέλουνε να βγούνε». Την κοιτάω και της λέω: «Μα, αν είναι στη φυλακή, θα είναι κακοί άνθρωποι». Και μου απαντάει: «Δεν είναι πάντα οι κακοί στη φυλακή». Παρότι η μνήμη μου είχε σβήσει πάρα πολλά, αυτή την κουβέντα για κάποιον λόγο τη θυμόμουν, οπότε ύστερα από χρόνια ήρθε κι έδεσε με μία ενήλικη πλέον τοποθέτηση γύρω από την ιστορία του τόπου.

 

Αυτό το υπαρξιακό άγχος και η επαφή με τη φύση ήταν που σας έδωσαν το έναυσμα να αρχίσετε να γράφετε;

Κ.Β.: Άμεσα, ως προς το υπαρξιακό άγχος. Έμμεσα, ως προς το περιβάλλον, από το οποίο κανείς πλουτίζει την ψυχή του υπόγεια. Στην εφηβεία έγραφα διάφορα, όπως και ζωγράφιζα. Σε αυτά τα χρόνια κάπως πρέπει να εκτονώνεις τον ψυχισμό σου που είναι σε αναβρασμό. Όταν έκατσα να γράψω συστηματικά, ήταν πάρα πολύ πιεστική η ανάγκη. Προέκυψε λίγο μετά τα σαράντα μου, σχετικά αργά, και το θεωρώ πλεονέκτημα, γιατί σε αυτή την ηλικία έχεις ζήσει αρκετά. Αν αρχίσεις να γράφεις στα είκοσι, μπορεί να έχεις ταλέντο, αλλά βιωματικό φορτίο δεν έχεις. Ακριβώς αυτό το βιωματικό φορτίο ήταν για ’μένα το κίνητρο. Στα σαράντα μου περίπου βίωνα μία μεγάλη αλλαγή στην προσωπική μου ζωή. Τότε ένιωσα λες και ήμουν έγκυος και το κύημα έπρεπε να βγει, ότι έπρεπε να καταγράψω όσα με είχαν σφραγίσει στην ενήλικη ζωή μου μέχρι τότε. Έτσι γράφτηκαν τα Νήματα, ένα βιβλίο αρκετά βιωματικό, όπως συνήθως συμβαίνει με τα πρώτα βιβλία. Θυμάμαι ότι ήταν τέτοια η ανάγκη να βγει όλο αυτό, που έγραφα τη νύχτα. Το τελείωσα σε ένα τρίμηνο, ενώ παράλληλα έγραφα και την πρώτη συλλογή διηγημάτων, το Πέταγμα του γλάρου. Σκέψου πόσα είχα μέσα μου… Έπεφτα να κοιμηθώ, μου έρχονταν ιδέες και σηκωνόμουν και έγραφα, και την άλλη μέρα βέβαια ακολουθούσα την καθημερινότητά μου με όλες τις υποχρεώσεις. Αυτό όμως δεν μπορούσα να το σταματήσω. Ήταν σαν τις ωδίνες του τοκετού. Απορώ πώς έγινε, πώς το άντεξα. Μόνο με τη γέννα μπορώ να το παραλληλίσω. Το μειονέκτημα, βέβαια, του να ξεκινάς να γράφεις σε ώριμη ηλικία είναι πως ο χρόνος σου ως συγγραφέα μετράει αλλιώς, ενώ, όταν ξεκινήσεις από νέος, έχεις πλεονέκτημα. Εγώ έχω αρχίσει να είμαι λίγο αναγνωρίσιμη κι έχω φτάσει τα εβδομήντα τρία από τα σαράντα πέντε που άρχισα να γράφω και να εκδίδω.

 

Πώς βιώνετε την έκθεση;

Κ.Β.: Από τα Νήματα και μετά είχα επίγνωση ότι πια, όταν γράφω, θα διαβαστώ από κάποιους. Αυτό αλλάζει τη σχέση σου με το γράφειν. Έχει και τα υπέρ και τα κατά. Όταν γράφεις χωρίς τον δυνάμει αναγνώστη, έχεις μεγαλύτερη αυθορμησία, πολύ μεγαλύτερη ελευθερία. Δεν σκέφτεσαι πώς θα το διαβάσει ο ένας και ο άλλος. Το ίδιο συμβαίνει και με τη ζωγραφική. Για να φτάσουν μεγάλοι ζωγράφοι να ζωγραφίσουν σαν μικρά παιδιά, πρέπει να κάνουν πάρα πολλή δουλειά με τον εαυτό τους και τον χρωστήρα τους, για να βρουν την αυθορμησία και την αυθεντικότητα του παιδιού, της πρώτης δημιουργίας. Ωστόσο, ένα έργο τέχνης δεν ολοκληρώνεται, αν δεν υπάρχει ο αποδέκτης. Είναι σπάνιοι οι συγγραφείς όπως ο Πεσσόα, που το έργο τους εμφανίστηκε μετά το θάνατό τους. Μπορεί να με διαβάσουν 1.000 άνθρωποι, αλλά μου μετράει πολύ ο ένας που θα καταλάβω ότι κάτι δονήθηκε μέσα του, και όχι μόνο αυτό: μου μετράει ο ένας που θα μου υποδείξει τι βαθύτερο κατάλαβε σε αυτό που εγώ έγραφα, και που εγώ το έγραφα χωρίς επίγνωση. Αυτό συμβαίνει και είναι πάρα πολύ γοητευτικό. Είναι σαν ο αναγνώστης να ξαναγράφει το κείμενο με κάποιον τρόπο. Το παραλαμβάνει και το μεταπλάθει.

 

Έχετε μετανιώσει ποτέ για κάτι που έχετε γράψει και έχει δημοσιευτεί;

Κ.Β.: Μέχρι στιγμής, όχι. Είμαι αρκετά ταπεινή, για να ξέρω ότι δεν τα κάνω όλα τέλεια. Η ταπεινότητα είναι μία άλλη υπαρξιακή επιλογή που έχει επίσης να κάνει με τον πρώιμο θάνατο των παιδικών χρόνων. Τρως γερή σφαλιάρα και μετά ξέρεις ότι δεν σου χρωστάει η ζωή, εσύ της χρωστάς. Το ίδιο βιβλίο αλλιώς θα το έγραφα στα σαράντα, αλλιώς στα πενήντα, αλλιώς στα εξήντα. Όταν προκύπτει μία επανέκδοση, δεν διορθώνω τίποτα, εκτός από πρόδηλα λάθη που δεν έχουν να κάνουν με την ουσία ή με το ύφος. Δεν πρέπει να κρατάς ένα βιβλίο στο συρτάρι για πολλά χρόνια, γιατί είσαι άλλος μετά. Το βιβλίο πρέπει να βγαίνει την ώρα που πρέπει. Είναι σαν τη γέννα. Το επόμενο παιδί θα είναι ένα άλλο παιδί. Αυτή ήμουν τότε, τόσα μπορούσα, τόσα έκανα. Έχω όμως έναν ελάχιστο ναρκισσισμό. Δεν θα ήθελα να συνεχίσω να γράφω, αν αυτά που θα βγάλω προς τα έξω θα είναι μικρότερης ποιότητας από αυτά που προηγήθηκαν. Θεωρώ ότι ο κάθε είδους δημιουργός, όταν έρθει η στιγμή που θα νιώσει πως ό,τι είχε να πει το είπε, θα πρέπει να συμφιλιωθεί με αυτό. Θέλει πολλή δύναμη και άλλα υπαρξιακά ερείσματα. Αν είναι μόνο η συγγραφή όλη η ζωή σου, χωρίς αυτή βρίσκεσαι μετέωρος. Γι’ αυτό πρέπει οι άνθρωποι, κατά τη γνώμη μου, να δίνουν ενέργεια σε πολλά, όπως τη δουλειά τους, την οικογένειά τους, έναν δεσμό, να αντλούν χαρά από τη φύση, από την πρόσληψη της τέχνης, και ας μην είναι η δική τους, να έχουν την έφεση μιας κοινωνικής προσφοράς… Μέσα σε όλα να είναι και η δημιουργικότητα. Αν κάποια στιγμή στερέψει, να μη νιώσεις ότι δεν έχεις πια λόγο ύπαρξης.

 

Ξεκινήσατε με πεζό λόγο. Η ποίηση πότε ήρθε;

Κ.Β.: Το 2010 έκανα έναν χειμώνα διαλογισμό με μία παρέα από κυρίες και με μία δασκάλα. Στο τρίμηνο άρχισαν να μου προκύπτουν ποιήματα. Εγώ με την ποίηση ένιωθα μία απόσταση, ούτε είχα διαβάσει πολύ, πέρα από Καβάφη, Βάρναλη, λίγους κλασικούς Γάλλους... Και ξαφνικά πήγαινα για ύπνο, εξήντα χρονών γυναίκα, και μου προέκυπταν στίχοι, και με ρυθμό και με μέτρο και με απ’ όλα, και σηκωνόμουν το πρωί –δεν έκανα όπως στο πρώτο βιβλίο που ξενυχτούσα, γιατί δεν είχα πια τις αντοχές– και τα έγραφα. Ήταν ένα πράγμα που ανάβλυζε από αλλού, σαν να μην περνούσε από το μυαλό. Επίσης, η πρώτη συλλογή, τα Ατάκτως Ειρημένα, δεν αντιστοιχούν σε άνθρωπο εξήντα χρονών. Είναι πολύ νεότερα ως περιεχόμενο. Αντιλήφθηκα ότι αυτά ήταν κλεισμένα μέσα μου και χρειάζονταν κάτι να τα σπρώξει, για να βγούνε προς τα έξω. Μάλλον ήταν ο διαλογισμός. Έκτοτε σπάνια γράφω πλέον πεζό. Η καθημερινή μου ενασχόληση είναι στίχος. Ωστόσο, τον τίτλο της ποιήτριας τον νιώθω να με βαραίνει πολύ. Έχω μεγάλη ιδέα για την ποίηση και μικρή για τον εαυτό μου ως ποιήτρια. Οι δικοί μου οι στίχοι –με κάθε ειλικρίνεια– είναι ρετρό, είναι άλλης εποχής, επειδή σήμερα η ποίηση είναι πολύ αυτοαναφορική. Είναι σαν να μιλάει ο ποιητής με τον εαυτό του. Στη δική μου περίπτωση, οι στίχοι μου είναι απόλυτα κατανοητοί, δεν κρύβουν λόγια. Έχουν μια απλοϊκότητα που δεν συνάδει με τη σύγχρονη ποίηση, και αυτό το χαρακτηριστικό του να τα λέω/γράφω όλα αναλυτικά και διεξοδικά αφορά και τα πεζά μου. Ο γραπτός λόγος μου δεν έχει τίποτε ερμητικό, δεν αφήνει τίποτε να μαντέψει ο τυχόν αναγνώστης. Ίσως είναι κι αυτό ένα ύφος γραφής που δεν είναι της μόδας. Με ανακουφίζει πολύ να γράφω στίχους. Είναι σαν εκπνοή ψυχής. Ως διαδικασία είναι πολύ γρήγορη για εμένα, δεν παιδεύομαι. Σπανίως επανέρχομαι να αλλάξω μία λέξη ή τη θέση μιας λέξης. Επειδή λοιπόν έχω συναίσθηση του πόσο λίγο κόπο καταβάλλω, δεν μπορώ να το εκτιμήσω και ως κάτι πολύ σπουδαίο. Το ποίημα το θεωρώ μία δημιουργική ανάγκη προσωπική μου, σαν να παίρνω το πρωί το χάπι μου. Γράφω αυτό που με τάραξε, αυτό που με συγκίνησε, κάνω «φου», το εκπνέω, και ξεκινάει η μέρα.

 

Τα χαϊκού πώς προέκυψαν; Είναι τυχαίο το ότι αρχίσατε να γράφετε χαϊκού σε μεγαλύτερη ηλικία;

Κ.Β.: Τα χαϊκού τα ανακάλυψα από την ομάδα του Facebook Χαϊκού Ελληνικά, από την οποία προέκυψε μια δεύτερη ομάδα, η Ιαπωνική Βεντάλια Ποίησης και Πολιτισμού, που διαθέτει πολλά αξιόλογα μέλη και δύο εξαιρετικούς διαχειριστές. Με τη γιαπωνέζικη λογοτεχνία είχα έρωτα από τα τριάντα μου. Στα κλασικά ιαπωνικά λογοτεχνικά είδη που αγαπούσα –μυθιστόρημα και δοκίμιο– τώρα έχει προστεθεί και αυτή η ποίηση, η οποία είναι πάρα πολύ καλή άσκηση. Όταν βγήκαν τα κινητά και γράφαμε SMS, σκέφτηκα ότι είναι η καλύτερη άσκηση γραπτού λόγου, γιατί είναι πρόκληση να πυκνώσεις το νόημα που θέλεις να πεις σε ελάχιστες λέξεις, πόσω μάλλον το προϊόν να είναι λογοτεχνικό. Η πυκνότητα είναι το κατεξοχήν χαρακτηριστικό των χαϊκού. Εμένα αυτή η φόρμα μού ταιριάζει. Ίσως και ηλικιακά, αφού υπονοείς πολλά με λίγες λέξεις. Το πραγματικό χαϊκού, το γιαπωνέζικο, είναι πολύ δύσκολο. Έχει λεπτότητα, μεταφορές, χιούμορ, ξάφνιασμα, και η φύση διαδραματίζει καίριο ρόλο. Τα χαϊκού δεν ταιριάζουν σε όλες τις γλώσσες το ίδιο. Με τα Ελληνικά ταιριάζουν, επειδή εκφέρονται όλες οι συλλαβές. Τα επιγράμματα της Αρχαίας Ελλάδας, οι μαντινάδες, τα τετράστιχα, είναι κάτι αντίστοιχο. Τα μακρόπνοα λογοτεχνικά είδη δεν νομίζω ότι με αφορούν πια, επειδή μεγαλώνω και ο χρόνος μου λιγοστεύει. Και η εποχή μας το μακροσκελές δεν το αντέχει ίσως. Ντροπή που το λέω, αλλά δεν μπορώ να διαβάσω πια Προυστ. Η οθόνη έχει αλλάξει πολύ τον τρόπο ανάγνωσης. Η ροή της πληροφορίας που περνάει μπροστά από τα μάτια σου στο διαδίκτυο σε κάνει να μην εμβαθύνεις. Αυτό ίσως συμπαρασύρει και τη λογοτεχνία. Απαιτείται πλέον πυκνότητα και ταχύτητα.

 

«Μνήμες του τόπου / μαζί μου θα σας πάρω, / τοπία θαλασσινά». Πόσο μεγάλος είναι ο ρόλος της Κέρκυρας;

Κ.Β.: Μέγιστος. Δεν είναι τυχαίο το ότι η Κέρκυρα έχει τόσους καλλιτέχνες, ζωγράφους, συγγραφείς. Είναι η πολλή ομορφιά που το κάνει αυτό. Είναι τόση η ομορφιά, που υπερβαίνει την εισπρακτική ικανότητα του υποκειμένου, και πρέπει να το βγάλεις από μέσα σου.

 

Ποιο είναι το βαθύτερο κίνητρο που σας ωθεί να γράφετε;

Κ.Β.: Για εμένα, η βασικότερη αρετή ενός κειμένου είναι η αυθεντικότητα, δηλαδή το κείμενο να ανταποκρίνεται όσο γίνεται πιο πιστά στο «θέλω να πω» του συγγραφέα, που σημαίνει ότι είσαι εσύ, οι λέξεις και το χαρτί. Στην εποχή μας όμως υπάρχουν κι άλλες προσδοκίες από τη συγγραφική διαδικασία, με βασικότερη την αναγνωσιμότητα, δηλαδή να θέλεις όσο γρηγορότερα γίνεται να βγεις στον αφρό. Ποια κείμενα μείνανε από την αρχαιότητα και από την προ Γουτεμβέργιου λογοτεχνία; Αυτά που κάθονταν και αντιγράφανε οι μοναχοί με το φως του κεριού. Πέρα από την όποια κοινωνικοθρησκευτική λογοκρισία, ήταν αυτά που άξιζαν. Υπήρχε φυσική επιλογή με βάση την ποιότητα. Σήμερα, όποιος έχει τις κατάλληλες γνωριμίες, είτε είναι ο καλύτερος είτε δεν είναι, έχει τη δυνατότητα να γίνει γνωστός. Πριν από χρόνια, ένας από τους κριτές της Σουηδικής Ακαδημίας για τα Νόμπελ είχε πει ότι από τον καιρό που εφευρέθηκε η δημιουργική γραφή, η λογοτεχνία έγινε συνταγογραφούμενη. Σχετικά με τη δημιουργική ανάγκη του ανθρώπου, τώρα τελευταία, έκανα μια σκέψη που όλο και περισσότερο με γοητεύει. Λέω λοιπόν ότι, αν υπάρχει Θεός, η απόδειξη είναι αυτή η ανάγκη της δημιουργικής υπέρβασης που χαρακτηρίζει τους θνητούς από καταβολής κόσμου. Είναι το θεϊκό κομμάτι μέσα μας. Για εμένα, η τέχνη ήταν σε πρώιμες φάσεις της εξέλιξης του είδους ενσωματωμένη στην καθημερινότητα, συνδεδεμένη με την επιβίωση, με τη θρησκευτική λατρεία, την οικιακή οικονομία, οπότε όλοι οι άνθρωποι είχαν τη δυνατότητα να είναι δημιουργικοί. Οι σπηλαιογραφίες, τα πήλινα σκεύη, τα περίτεχνα στολισμένα καλύβια, τα υφαντά…Από κάποια στιγμή και πέρα ο καταμερισμός της εργασίας στέρησε από τον άνθρωπο αυτή τη δημιουργική εκτόνωση. Και τώρα έχουμε τον δημιουργό και απέναντι τον καταναλωτή τέχνης. Υπάρχει κι εδώ θεραπευτική διαδικασία, αλλά μόνο αν ο δημιουργός καταθέτει αλήθεια την ψυχή του στο έργο του. Δυστυχώς, είναι τόσο μεγάλη η ανάγκη της αναγνωρισιμότητας, που συχνά ο δημιουργός θέλει οπωσδήποτε να πρωτοτυπήσει, ώστε να διαφέρει από τον διπλανό και τον προηγούμενο. Τότε παύει να είναι αληθινός και δεν ωφελείται κανείς. Ούτε η τέχνη, ούτε ο δημιουργός ούτε ο αποδέκτης. Το γράψιμο εγώ το βλέπω ως έκφραση προσωπικής υπαρξιακής αγωνίας για το ποιος είσαι και ενός προβληματισμού συλλογικού για το πού πάει ο κόσμος στον οποίον ανήκεις. Ένας φίλος μου, που δεν ζει πια, είχε γράψει μία ποιητική συλλογή και στην παρουσίαση είχε πει κάτι που θυμάμαι πάντα. Είχε πει ότι η ποίηση είναι σαν ένα ποτάμι. Ο κυρίως κλάδος του δέχεται όλους τους μικρότερους που εισρέουν και τον πλουτίζουν. Και στο ποτάμι της ποίησης χωράμε όλοι.


Συνέντευξη: Αγλαΐα Παντελάκη


Μοιράσου το με αγαπημένους σου