When you explain it, it becomes BANAL.

Κι ο Τζίμι να μου τραγουδά (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο 	Κι ο Τζίμι να μου τραγουδά	(διήγημα)

Γιατί χαμογελάει έτσι; Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το χαμόγελο… Βασικά, αυτό είναι το χαμόγελο που μου αρέσει, αυτό που πάντα μου άρεσε: πλατύ, λαμπερό, ξεκινάει από τα μάτια και σε κάνει να θες να το ανταποδώσεις, και τα λοιπά, όμως τούτη τη συγκεκριμένη στιγμή είναι που δεν μου αρέσει. Ακόμα κι από μακριά, μοιάζει απροσδόκητο, επικίνδυνο, ύπουλο. Με κάνει να νιώθω πιο αμήχανα απ’ όσο ένιωθα ήδη. Με κάνει να νιώθω παγιδευμένος, σαν θήραμα στριμωγμένο στη γωνία από μια λεοπάρδαλη που πλησιάζει αργά, γιατί ξέρει ότι έχει νικήσει ήδη. Αν υποθέσουμε, βέβαια, ότι υπάρχουν γωνίες στη σαβάνα…

Το μοναδικό σημείο διαφυγής, η έξοδος του πλακόστρωτου προαυλίου, βρίσκεται προς τα εμπρός. Μας χωρίζουν καμιά τριανταριά μέτρα, όμως μπορώ να υπολογίσω πρόχειρα πως είναι πιο κοντά σε αυτήν παρά σ’ εμένα. Δεν μπορώ να το ρισκάρω, γιατί αν δεν προλάβω, θα γίνω ρεζίλι.

Το χαμόγελο ακόμα εκεί, έχει πετρώσει. Όσο πλησιάζει περισσότερο, έχω την εντύπωση ότι τα μάτια της κλείνουν πιο πολύ, σαν να επικεντρώνεται στον στόχο, σ’ εμένα. Προσπαθώ κι εγώ να χαμογελάσω για να δείξω ότι είμαι κουλ ή για να ξορκίσω το κακό, αλλά έχω μάλλον μουδιάσει. Το πολύ πολύ να έχω τραβήξει στο πλάι τη δεξιά άκρη του στόματός μου και να έχω σχηματίσει ένα ηλίθιο μειδίαμα.

Μα δεν μπορώ να καταλάβω… Μέχρι προχτές που την είδα τελευταία φορά, ήταν μέσα στα νεύρα με τις ετοιμασίες. Περισσότερη ώρα τσακωνόμασταν, παρά το αντίθετο. Κι ούτε που καταλάβαινα, η αλήθεια είναι, γιατί τσακωνόμασταν. Δεν καταλάβαινα γιατί μου εξαπέλυε μύδρους, όπως ο Τζον Ράμπο στους άμοιρους Βιετκόγκ, κι όπως κι αν απαντούσα, βρισκόμουν στο καναβάτσο. Είτε συμφωνούσα είτε διαφωνούσα, το αποτέλεσμα ήταν ένα και το αυτό. Κι αν δεν εξέφραζα άποψη με δήθεν εγκράτεια και σύνεση, τότε τα πυρά ήταν ακόμη ισχυρότερα.

Και τώρα χαμογελάει σαν μην είχε υπάρξει καν το τελευταίο διάστημα. Χαμογελάει πλατιά και πλησιάζει. Και δεν χαμογελάει μόνο αυτή. Όλοι τριγύρω φαίνονται τρισχαρούμενοι. Κοιτούν πότε εμένα και πότε αυτήν, λες και παρακολουθούν μία παρωδία, έναν αγώνα τένις χωρίς μπαλάκι. Νιώθω ότι η μοίρα μου είναι προδιαγεγραμμένη και τη γνωρίζουν όλοι εκτός από εμένα. Κι έτσι όπως στέκομαι εδώ, ασάλευτος, λουσμένος κάτω από τον ήλιο με κρύο ιδρώτα, με το βλέμμα αναπόδραστα καρφωμένο στην τέλεια, κατάλευκη οδοντοστοιχία της που πλησιάζει λάμποντας ανάμεσα στα κατακόκκινα χείλη της, έχω πλέον αποδεχτεί πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα για να αλλάξω αυτή τη μοίρα.

Βρίσκεται πια στα πέντε μέτρα. Το χαμόγελο μετατρέπεται σε ανεπαίσθητο γέλιο. Τέσσερα μέτρα… Αποκτάει ήχο. Τρία… Καταλαβαίνω ότι αυτό σημαίνει: «έχασες, φίλε». Δύο μέτρα… Προσπαθώ να καταπιώ, αλλά δεν έχω σάλιο. Νιώθω την κύστη μου να με πιέζει. Θέλω να κατουρήσω. Ένα… Απλώνει τα χέρια της να με αγκαλιάσει. Είναι τόσο όμορφη, η άτιμη… Γέρνει το κεφάλι στο πλάι για να με φιλήσει. Ανοίγω ελαφρά τα χείλη, και την ώρα που με πλησιάζει, βλέπω τους κυνόδοντές της να μεγαλώνουν. Αγνοεί τα χείλη μου, μάλλον δεν ήταν ποτέ ο στόχος της, και πηγαίνει κατευθείαν στον λαιμό. Μπήγει τα δόντια της στο σημείο που η αγωνία έχει φουσκώσει τις φλέβες μου κι αρχίζει να ρουφάει με ευλάβεια που αρμόζει στην περίσταση.

Τα μάτια μου γουρλώνουν από την ένταση, το στόμα μου ανοίγει, αλλά δεν βγαίνει ήχος. Σιγά σιγά, ό,τι βρίσκεται μακριά στο οπτικό μου πεδίο, θολώνει και σβήνει. Τα χέρια μου χαλαρώνουν, κι από το δεξί πέφτει η ανθοδέσμη. Παρατηρώ παθητικά μερικές σταγόνες αίμα, το δικό μου αίμα, να έχουν πεταχτεί στο λευκό ντεκολτέ της, την ίδια στιγμή που τα εντυπωσιακά βυζιά της ανεβοκατεβαίνουν όσο μου ρουφάει το αίμα, προκαλώντας μου μία απρόσμενη στύση.

Μόλις αποτραβιέται απ’ τον λαιμό μου, σκουπίζει το στόμα της με την ανάστροφη της παλάμης και με σπρώχνει ελαφρά προς τα πίσω, με το ένα χέρι της στην πλάτη και με το άλλο στο στήθος μου, σαν να προσπαθεί να καθίσει κάποιον που ζαλίζεται, δηλαδή εμένα. Με αφήνει απαλά στο χώμα ξαπλωμένο ανάσκελα, ενώ από τα μεγάφωνα της εκκλησίας ξεκινάει να παίζει μια γνωστή μελωδία με ηλεκτρική κιθάρα και ντραμς.

Ανασηκώνω ελάχιστα και με δυσκολία το κεφάλι μου και κοιτάω τις άκρες των ποδιών μου. Τα σκαρπίνια μου έχουν γίνει παντόφλες, το κοστούμι έχει γίνει φόρμα και φούτερ που σίγουρα δεν είναι σετ. Η μουσική συνεχίζεται στον ίδιον ληθαργικό ρυθμό, και από πάνω μου ο ήλιος κρύβεται από την επιβλητική και σκούρα φιγούρα του παπά. Στους ώμους του ράσου χύνονται μαύρα, κυματιστά μαλλιά, κι ανάμεσά τους υπάρχει το πρόσωπο του Τζιμ Μόρισον.

Στο αριστερό του χέρι κρατάει την κομμένη ουρά ενός κροταλία και τη χτυπάει ρυθμικά, συνοδεύοντας την εισαγωγή της κιθάρας του Ρόμπι Κρίγκερ. Ξεκινάει να ψέλνει με τη μελαγχολική του φωνή:

 

This is the end, beautiful friend

This is the end, my only friend, the end…

 

Το χρώμα του ουρανού αλλάζει από ξεθωριασμένο γαλάζιο σε σκούρο γκρι και η γεύση του χώματος γεμίζει το στόμα μου. Μια γεύση γλυκιά και ζεστή.


Μοιράσου το με αγαπημένους σου