When you explain it, it becomes BANAL.

Λευκός Θρήνος (διήγημα)

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Λευκός Θρήνος (διήγημα)

Σκέφτομαι πόσα ταξίδια έχουμε κάνει μαζί… Πόσους τόπους είδαμε, σε πόσα νερά κολυμπήσαμε… Πόσες φορές σε χαιρόμουν να λούζεσαι το φως του ήλιου, πόσες φορές στο σκοτάδι σε φανταζόμουν το ίδιο αστραφτερή.

Μου πήρε πολλά χρόνια να σε βρω. Μόνο εσένα έψαχνα. Μα όταν σε βρήκα, δεν σε αποχωρίστηκα ποτέ. Δεν περίμενα όμως ότι κάποτε αυτό θα τελείωνε. Πόσω μάλλον εδώ, σε ένα μέρος τόσο παράταιρο για εμάς, πάνω σ’ αυτές τις σιδερένιες γραμμές που φαίνεται να χάνονται στη γραμμή του ορίζοντα. Ανάμεσα στις ράγες του τρένου αγκαλιάζω τώρα, αγαπημένη, την κατάλευκη ομορφιά σου που δεν έχει καταλάβει τι συνέβη και παραμένει μακάρια πάνω στο νεκρό σου κορμί. Τι τραγική ειρωνεία το κοινό μας ταξίδι να τελειώσει εκεί που διασταυρώνεται με τα ταξίδια των άλλων!

Ώρα πολλή σε θρηνώ σ’ αυτό το σημείο, αλλά νιώθω ζεστό ακόμα το ακίνητο σώμα σου. Ώρα πολλή κάνω αυτές τις σκέψεις, ενώ τραγουδώ το σπαρακτικό μου τραγούδι, το μελωδικό κλάμα του τρελού εραστή. Ένα τρένο σταμάτησε μπροστά μας να ακούσει. Όσο περνάει η ώρα, μαζεύονται κι άλλα πίσω του. Άνθρωποι κατεβαίνουν από τις πλαϊνές πόρτες σαστισμένοι και με κοιτούν έκπληκτοι. Ύστερα κοιτιούνται μεταξύ τους και είναι φανερό ότι δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν αυτό που βλέπουν. Κάποιοι έρχονται προς το μέρος μας με διστακτικά βήματα. Δυο τρία εμπρός, καναδυό πίσω. Προσπαθούν με περίεργες, αλλοπρόσαλλες κινήσεις των χεριών τους να με κάνουν να φύγω. Αν κάποιος κάνει να πλησιάσει περισσότερο, σηκώνω το κεφάλι, τον κοιτάω απειλητικά, και με κραυγές που αμφιβάλλω αν καταλαβαίνει, τον κάνω να απομακρυνθεί πισωπατώντας.

Δεν θα θρηνώ για πάντα, όμως θέλω να με αφήσουν λίγο ακόμα να σε αποχαιρετήσω με τον τρόπο μας. Ακριβώς στον τόπο που βιώσαμε τον θάνατό σου βρίσκεται ο βωμός που προσφέρω το τραγούδι μου στην ψυχή σου. Πουθενά αλλού δεν έχει νόημα για ’μένα. Ο θρήνος δεν γνωρίζει από χρονοδιαγράμματα, δεν έχει ώρα αναχώρησης και ώρα άφιξης. Τα τρένα το καταλαβαίνουν και περιμένουν. Εσείς, άνθρωποι, γιατί θεωρείτε ότι οι δουλειές σας είναι πιο σημαντικές από τον πόνο μου;

Κανείς δεν μου απαντά, φυσικά, και τώρα άλλοι δύο με πλησιάζουν. Αυτοί δεν ήρθαν μέσα από τα τρένα. Κρατάνε μία μεγάλη τσάντα με φαρδύ άνοιγμα. Προχωράνε με αργά αλλά σταθερά βήματα, με τα χέρια ελαφρώς προτεταμένα. Μάλλον νομίζουν ότι έτσι δεν θα καταλάβω τι έχουν σκοπό να κάνουν. Έχουν πλησιάσει, έχουν αφήσει την τσάντα κάτω, αλλά εγώ δεν κουνιέμαι. Απλώς τους κοιτάω ακουμπώντας πάνω σου. Είσαι τόσο απαλή! Ο ένας με πιάνει με προσοχή από τον λαιμό. Το ένα χέρι από πάνω, κοντά στη ράχη, το άλλο από κάτω, κοντά στο ράμφος. Ο άλλος με αγκαλιάζει σταθερά, χωρίς να με σφίγγει πολύ, γύρω από τις φτερούγες. Νιώθω ενστικτωδώς ότι πρέπει να αντιδράσω, αλλά δεν έχω πια το κουράγιο. Νομίζω πως ήρθε η ώρα… Με σηκώνουν και με βάζουν μέσα στη μεγάλη τσάντα. Δεν παλεύω να βγω.

Θα μας μεταφέρουν και τους δύο κάπου που δεν ενοχλούμε, ίσως δίπλα στο ποτάμι. Ύστερα τα τρένα θα συνεχίσουν το ταξίδι τους. Αργότερα, το ίδιο κι εγώ. Δεν γίνεται αλλιώς, ποτέ δεν γινόταν.

Αντίο, αγαπημένη.


Μοιράσου το με αγαπημένους σου