When you explain it, it becomes BANAL.

Να μη γίνει η χαρά εξαίρεση

Κατηγορία: Κοινωνία
#Editorial
Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Να μη γίνει η χαρά εξαίρεση

«Κάτσε να δούμε πρώτα, μη γίνει (πάλι) τίποτα...», «δεν το πολυλέω, για να μην το γκαντεμιάσω...», «έτσι έχουμε πει, αλλά, μέχρι να πάμε, δεν το σκεφτόμαστε και πολύ...». Τις παραπάνω απαντήσεις –σε ακριβή διατύπωση ή σε παράφραση– λάμβανα κατά κόρον κάθε φορά που ειρήσθω εν παρόδω ρωτούσα φίλους και γνωστούς αν είχαν σχεδιάσει κάτι για το καλοκαίρι που μας πέρασε. Το ίδιο, όμως, απαντούσα κι εγώ, όταν η ερώτηση απευθυνόταν σ’ εμένα.

Αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα, πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε, και αν το έχουμε συνειδητοποιήσει, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να το αλλάξουμε: έχουμε καταντήσει να φοβόμαστε να κάνουμε όνειρα, σχέδια, ταξίδια. Και όταν πάμε να κάνουμε το πρώτο βήμα, φοβόμαστε να το μοιραστούμε, «για να μην το γκαντεμιάσουμε», για να μην το γρουσουζέψουμε. Έχει εισχωρήσει τόσο βαθιά μέσα μας ο φόβος ενός επικείμενου κινδύνου –και όχι αδικαιολόγητα, βέβαια, εδώ που τα λέμε...– που ακόμα και το ενδεχόμενο της μικρότερης αναποδιάς, που πάντοτε είναι στο πρόγραμμα, γιγαντώνεται στη σκέψη μας και μας παραλύει.

Και, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, εξηγούμαι: σε καμία περίπτωση –αλίμονο!– δεν προτείνω να αψηφούμε τους εκάστοτε και ανά περίπτωση υφιστάμενους αντικειμενικούς κινδύνους (βλ. πανδημία) ή να ζούμε «τη ζωούλα μας» σαν να μη συμβαίνει τίποτα γύρω μας και απομονωμένοι από το κοινωνικό γίγνεσθαι (βλ. γυναικοκτονίες, βία, πυρκαγιές και λοιπά εγκλήματα – και αυτά, δυστυχώς, αποτελούν ένα απειροελάχιστο τμήμα της μελανής πραγματικότητας), έχοντας ως άξονα και επίκεντρο έναν καλομαθημένο και παρωπιδισμένο εαυτό. Αλλά όχι και να στερούμε από αυτόν τον δόλιο τον εαυτό το δικαίωμα στη χαρά, στον ενθουσιασμό και στην ευχαρίστηση!

Γιατί, άλλο να μην αποκαλύπτεις κάποια σχέδια, επειδή θέλεις να κρατήσεις όλη την ενέργεια που πιστεύεις ότι θα «ξεθυμάνει» αν διοχετευτεί, άλλο να μη δίνεις αναφορά στο άπαν σύμπαν για ό,τι πρόκειται να κάνεις (και πού το παράλογο, άλλωστε, σ’ αυτό!), και άλλο να μη μοιράζεσαι (ακόμα και με τον ίδιον σου τον εαυτό), επειδή φοβάσαι ότι θα σε «ματιάσουν» (γκαντεμιάσουν, γλωσσοφάνε, και άλλα συνώνυμα...), θα σε σχολιάσουν κακοπροαίρετα («μα, πού τα βρήκε τα λεφτά!») και θα σε κρίνουν («εδώ ο κόσμος καίγεται...»). Σάμπως πάντοτε δεν βρίσκει ο κόσμος να λέει; Το θέμα είναι ποιος λέει και γιατί (και αν αυτό το «γιατί» έχει πράγματι να κάνει με εμάς).

Γράφοντας αυτό το κείμενο, θυμήθηκα πως τη μέρα που ήταν να κυκλοφορήσει το δεύτερο τεύχος του Banal τον Μάρτιο συνέβησαν τα ασύλληπτα επεισόδια στο ΑΠΘ, ενώ είχε μόλις προηγηθεί το επίσης ασύλληπτο περιστατικό αστυνομικής βίας στη Νέα Σμύρνη. Θυμάμαι ότι υπήρχε ένα «μάγκωμα» – και, δυστυχώς, πλέον υπάρχουν πολλές αφορμές για τέτοια «μαγκώματα». Μάγκωμα ως προς το κομμάτι της έκφρασης εν γένει. Δεν θα έχανε η Βενετιά βελόνι αν καθυστερούσα λίγες μέρες τη δημοσίευση εκείνου του τεύχους. Δεν το έκανα, όμως. Τι αναίσθητη! Θα μπορούσα να το τρενάρω λίγο. Όμως ήδη τις επόμενες μέρες τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Με αυτό το σκεπτικό, ακόμα δεν θα το είχα δημοσιεύσει, και ίσως και να μην το δημοσίευα και ποτέ.

Χρειάζεται να το εμπεδώσουμε: ποτέ δεν θα είναι πάντα και παντού καλά τα πράγματα. Είναι στο χέρι μας, όμως, να επιλέγουμε μεταξύ του «φρένου» (και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει φρένο, των ενδεχόμενων τύψεων που θα ακολουθήσουν της δράσης) και της συνειδητής κινητοποίησης. Και να μην ξεχνάμε κάτι βασικό: η αντίσταση δεν έχει μόνο μια μορφή!

Όλα τα παραπάνω μου φέρνουν συνειρμικά στον νου δύο ποιήματα που είχαν πέσει στις Πανελλήνιες τη χρονιά που εξετάστηκα – το ένα ως απάντηση στο άλλο.

 

Νίκος Εγγονόπουλος

Ποίηση 1948

 

τούτη ἡ ἐποχή

τοῦ ἐμφυλίου σπαραγμοῦ

δέν εἶναι ἐποχή

γιά ποίηση

κι ἄλλα παρόμοια:

σάν πάει κάτι

νά

γραφεῖ

εἶναι

ὡς ἄν

νά γράφονταν

ἀπό τήν ἄλλη μεριά

ἀγγελτηρίων θανάτου

γι' αὐτό καί

τά ποιήματά μου

εἶν' τόσο πικραμένα

(καί πότε —ἄλλωστε— δέν ἦσαν;)

κι εἶναι

—πρό πάντων—

καί

τόσο

λίγα

 

(ΕΛΕΥΣΙΣ, 1948)



Μανόλης Ἀναγνωστάκης

Στόν Νίκο Ε... 1949

 

Φίλοι

Πού φεύγουν

Πού χάνονται μιά μέρα

Φωνές

Τή νύχτα

Μακρινές φωνές

Μάνας τρελῆς στούς ἔρημους δρόμους

Κλάμα παιδιοῦ χωρίς ἀπάντηση

Ἐρείπια

Σάν τρυπημένες σάπιες σημαῖες

Ἐφιάλτες,

Στά σιδερένια κρεβάτια

Ὅταν τό φῶς λιγοστεύει

Τά ξημερώματα.

(Μά ποιός μέ πόνο θά μιλήσει γιά ὅλα αὐτά;).

 

(Παρενθέσεις, 1949)

 

 

Είναι καλό να δίνεις. Για να δώσεις, όμως, πρέπει να έχεις. «Και πού βρίσκεις;» θα μου πείτε. Μάλλον στην ομάδα – εκεί βρίσκεται η δύναμη. Το είδαμε πρόσφατα στις ομάδες πολιτών που με αυτοθυσία και συλλογικότητα έσωσαν δεκάδες σπίτια από τις πυρκαγιές (αφού δεν υπήρχε κάποιος άλλος να τα σώσει). Το είδαμε στο πρόσωπο της σερβιτόρας που έσωσε ένα θύμα trafficking. Το είχα ακούσει να το λέει κάπου μέσα στην άνοιξη και η ψυχίατρος Κατερίνα Μάτσα: την περίοδο του πολέμου, όσοι είχαν ενταχθεί στην αντίσταση είχαν καλύτερη υγεία, γιατί το αίσθημα του ανήκειν, της συλλογικότητας και του «μαζί», της «κοινωνίας», δίνει ζωή!

Να είμαστε όλοι μαζί. Να μη φοβόμαστε να κάνουμε όνειρα και να τα μοιραζόμαστε. Να μη γίνει η χαρά εξαίρεση. 


Μοιράσου το με αγαπημένους σου