When you explain it, it becomes BANAL.

ΑΝΑΚΛΑΣΕΙΣ – REFLECTIONS

Κατηγορία: Τέχνη
#Μουσική
Το thumbnail του άρθρου με τίτλο ΑΝΑΚΛΑΣΕΙΣ – REFLECTIONS

Πρόσφατα έτυχε να ακούσω το έργο Reflections για 4 χέρια του τραγουδιστή και συνθέτη Sufjan Stevens. Ο Stevens, που έγινε γνωστός από το άλμπουμ του Carrie & Lowel (2015) και κυρίως από το soundtrack της ταινίας Call me by your name (2017), κάνει μια βουτιά στην κλασική μουσική γράφοντας το Reflections για 4 χέρια και 11 χορευτές. Το έργο τού ανατέθηκε αρχικά από το Houston Ballet Company το 2019 και χορογραφήθηκε από τον ανερχόμενο τότε χορογράφο του New York City Ballet, Justin Peck.

Όπως αναφέρει ο Stevens, στην ιστορία της κλασικής μουσικής υπήρχε ανέκαθεν η παράδοση το πιάνο να συνοδεύει τον χορό, είτε σε μαθήματα είτε σε παραστάσεις. Ο ίδιος ως παιδί πειραματιζόταν πολύ συχνά με το πιάνο (ενώ το βασικό του όργανο ήταν το όμποε) με αποσπάσματα έργων των μεγάλων συνθετών. Όταν του ανατέθηκε αυτό το project, εξερεύνησε με πολλή χαρά αυτό το νέο τοπίο μουσικής.

Κατά τη διάρκεια του άλμπουμ, ο ακροατής έρχεται σε επαφή με ένα συνονθύλευμα ιδεών και επιρροών, από τον Debussy, τον Stravinsky, τον Glass, την jazz, την ορχηστρική ποπ και την ηλεκτρονική μουσική. Αποτελείται από εφτά μέρη και προσκαλεί τον ακροατή σε ένα συναισθηματικό ταξίδι για περίπου τριάντα συνεχόμενα λεπτά, γεμάτο ηχοχρώματα, δεξιοτεχνία και μια ενορχήστρωση που δίνει στο έργο έναν χαρακτήρα φαντασίας (Fantasia).

Το πρώτο μέρος ονομάζεται Ekstasis από την ελληνική λέξη έκσταση. Το μέρος αυτό χαρακτηρίζεται από δυναμικότητα, ξεκινώντας με γεμάτες συγχορδίες ταυτόχρονα στα δύο πιάνα και ένα ιδιαίτερα staccato (κοφτό) ύφος. Το κομμάτι συνεχίζει με συνεχόμενα αρπέζ στα δύο πιάνα, πολυρυθμίες που θυμίζουν μια χαρούμενη καταιγίδα, και έρχονται σε αντιδιαστολή με μία απότομη αλλαγή ύφους, πολύ πιο ήσυχη και εσωτερική, αλλά ακόμα παιχνιδιάρικη.

Το δεύτερο μέρος (Revanche) ξεκινάει με έναν εξίσου δυναμικό τρόπο, αλλά πολύ πιο διάφωνο και χαοτικό. Οι έντονες διαφωνίες δημιουργούν ένα πιο σκληρό ύφος, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τα σκοτεινά piani (σιγανά) που εκτελούν οι πιανίστες με μεγάλη επιτυχία. Η ιδιαίτερη διαφοροποίηση στις αρθρώσεις δίνει έναν πολυποίκιλο χαρακτήρα και τονίζει τις γρήγορες εναλλαγές στο ύφος. Το κομμάτι αυτό αποτελεί μια αναφορά στον G. Gershwin και το Rhapsody in Blue. Σε αντίθεση με το προηγούμενο μέρος, μπορεί να χαρακτηριστεί ως πιο σοβαρό και σοφιστικέ.

Euphoros (εύφορος στα Ελληνικά) ονομάζεται το τρίτο μέρος και, όπως και το όνομά του, χαρακτηρίζεται από ένα πιο χαρούμενο ύφος, ξεκινώντας με ένα μεγάλο glissando και μια πιο λαμπερή μελωδία. Σε αυτό το μέρος ακούμε ομαλές εναλλαγές ανάμεσα σε μια staccato μελωδία στην ψηλή περιοχή και σε πιο legato συγχορδίες στη χαμηλή περιοχή.

Το τέταρτο μέρος ονομάζεται Mnemosyne (από την αρχαία θεά της μνήμης, Μνημοσύνη). Η μελωδία εμφανίζεται με πολύ ήρεμο και απαλό ύφος, έχοντας μία επαναληπτικότητα και περιοδικότητα που καθιστά δύσκολο για τον ακροατή να αντιληφθεί το μέτρο. Ο Stevens χρησιμοποίησε όλο το εύρος του πιάνου για να δημιουργήσει ένα χαλί αρμονικών διαδοχών με συνεχόμενα αρπέζ που θυμίζουν τους ήχους των σταγόνων που πέφτουν. Το κομμάτι αποκτά έναν χαρακτήρα λήθης στο τέλος, σαν να σβήνει σταδιακά, με τον συνθέτη να χρησιμοποιεί δύο συγχορδίες για να δώσει αυτό το εφέ.

Το πέμπτο μέρος (Rodinia) έχει έναν χαρακτήρα εξερεύνησης που έρχεται σε αντιδιαστολή με την αέναη μελωδία του προηγούμενο μέρους. Εισάγεται πολύ πιο διστακτικά, σχεδόν σαν οι πιανίστες να εξερευνούν το πιάνο για πρώτη φορά. Ξεκινώντας, θυμίζει ταυτόχρονα τις αιρούμενες νότες του Arvo Part στο έργο του Für Alina και τις μπαλάντες του Bill Evans. Χαμηλές και μπάσες συγχορδίες συνοδεύουν μια ψηλή μελωδία σε όλο το κομμάτι. Η αμφιταλάντευση του τονικού πλαισίου ανάμεσα σε μείζονα και ελάσσονα προσθέτουν σε αυτό το αίσθημα της εξερεύνησης, το οποίο παραμένει καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του κομματιού. Προς το τέλος, το μέρος αυτό βρίσκει την αυτοπεποίθηση των υπόλοιπων μερών και τελειώνει με γρήγορα αρπέζ, συγχορδίες που θυμίζουν βαλς και μια πιο κινητική μελωδία.

Το έκτο μέρος έχει πάρει το όνομά του από το άλμπουμ ολόκληρο και ονομάζεται Reflexion. Αποτελεί το πιο λυρικό μέρος του CD και η επιρροή του από τον μεταμινιμαλισμό είναι εμφανής, με ένα ύφος που παραπέμπει στο στυλ του Nyman (Nyman-esque). Αποτελείται από ένα συνεχόμενο μοτίβο και μερικές ψηλές νότες που ξεχωρίζουν, σχηματίζοντας έτσι μια μελωδία. Το κομμάτι διατηρεί αυτή τη ροή και τη δομή σε όλη τη διάρκειά του και μοιάζει να σβήνει με έναν πιο στοχαστικό τρόπο, που δικαιολογεί και το όνομά του.

Το έβδομο και τελευταίο μέρος ονομάζεται And I Shall Come To You Like a Stormtrooper In Drag Serving Imperial Realness. Εκτός από τον ιδιαίτερο τίτλο του (με αναφορά στη σειρά ταινιών Star Wars), το παιχνιδιάρικο ύφος, με μεγαλοπρεπείς στιγμές, το καθιστά ιδανικό για τέλος. Μια ζωηρή κίνηση στο μπάσο χρησιμεύει ως μοτίβο σε όλο το κομμάτι, το οποίο μοιάζει να κοροϊδεύει τον ακροατή με την ποικιλία των διαφορετικών μοτιβικών στοιχείων και τις γρήγορες εναλλαγές τους, που δεν έχουν τίποτα κοινό εκτός από το σχεδόν αυθάδες ύφος τους. Η χρήση τρίηχων ενίοτε δημιουργεί την αίσθηση της επαναληπτικότητας στα αφτιά του ακροατή. Στο τέλος του έργου έχουμε μια συνεχόμενη επανάληψη σιγανών και ζωηρών μελωδιών με γεμάτες και δυνατές συγχορδίες που θυμίζουν σχεδόν μαρς. Το έργο σβήνει σχεδόν διστακτικά, δημιουργώντας το αίσθημα της προσμονής στον ακροατή.

Το έργο ηχογραφήθηκε ξανά την άνοιξη του 2023 από τους πιανίστες Timo Andres και Conor Hanick. Η προσέγγισή τους καθιστά την ακρόαση του άλμπουμ ακόμα πιο απολαυστική, καθώς αναδεικνύουν το έργο με μια τολμηρή, φανταχτερή, βιρτουόζικη εκτέλεση, γεμάτη με πλούσια ηχοχρώματα και αντιθέσεις. Οι δύο πιανίστες φέρνουν έναν σχεδόν κρουστό ήχο και αέρινες, ανάλαφρες αποχρώσεις στις μελωδίες, χωρίς κανέναν τεχνικό δισταγμό. Ο Andres, ένας ανερχόμενος συνθέτης ο ίδιος, είναι πλήρως εξοικειωμένος με το ύφος του Stevens, καθώς έχει ξαναπαίξει και επεξεργαστεί έργα του στο παρελθόν, όπως το μπαλέτο The Decalogue, στο οποίο έπαιξε ως σολίστ συνοδεύοντας τους χορευτές, και το μπαλέτο Illinois (2024), βασισμένο στο ομώνυμο CD, το οποίο έχει ενορχηστρώσει. Ο Hanick, από την άλλη, έχει κάνει πάνω από διακόσιες ηχογραφήσεις και πρεμιέρες σύγχρονων έργων και φαίνεται να μην πτοείται από καμία τεχνική δυσκολία.

Για τους ακροατές που θέλουν να αποκτήσουν μια πρώτη επαφή με το κλασικό ύφος στη μουσική, το άλμπουμ Reflections μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για να ξεκινήσουν, καθώς πρόκειται για ένα μουσικό ταξίδι γεμάτο ηχοχρώματα και συναισθήματα, μικρό σε χρονική διάρκεια, που εύκολα θα κρατήσει την προσοχή του ακροατή. 

Μοιράσου το με αγαπημένους σου