When you explain it, it becomes BANAL.

Flânerie: η τέχνη της (επικούρειας) περιπλάνησης

Κατηγορία: Τρόπος ζωής
#Editorial
Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Flânerie: η τέχνη της (επικούρειας) περιπλάνησης

Περπατώ εις το δάσος

όταν ο λύκος είναι παντού.

– Κώστας Θ. Καλφόπουλος

 

 

Το περασμένο φθινόπωρο, η ομάδα της Cultόpια διοργάνωσε την Κουβερτούρα, μία δράση με στόχο την ενίσχυση των μικρών βιβλιοπωλείων του κέντρου της Αθήνας. Κάθε συμμετέχων συμπλήρωσε ανωνύμως κάποιες προσωπικές πληροφορίες και τα αναγνωστικά του ενδιαφέροντα σε μία ηλεκτρονική φόρμα και ένας άγνωστος φίλος που τη διάβασε ανέλαβε να αγοράσει γι’ αυτόν ένα βιβλίο, ενώ η ίδια διαδικασία ακολουθήθηκε και αντιστρόφως. Γιατί, όμως, έλαβα ως δώρο ένα μυθιστόρημα, ενώ είχα δηλώσει ότι προτιμώ τις συλλογές διηγημάτων; Είχε γίνει κάποιος λάθος, ή μήπως ο άγνωστος φίλος έκανε βιαστική αγορά;

Διαβάζοντας μήνες αργότερα στο βιβλίο του Κώστα Θ. Καλφόπουλου Στην εποχή της περιπλάνησης πως, σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, το να περιπλανάται κανείς το 1839 έχοντας μαζί του μια χελώνα προσέδιδε τον σωστό ρυθμό στη βόλτα, αίφνης συνειδητοποίησα πως ο φίλος εκείνος δεν ήταν μόνο άγνωστος, αλλά και σοφός. Για τι είδους περιπλάνηση μιλούσε, όμως, ο Μπένγιαμιν, και πώς μπορεί να συνδεθεί με την επικούρεια φιλοσοφία και κατ’ επέκταση με τον σύγχρονο τρόπο ζωής;

Εν αρχή ην... όχι ο Μπένγιαμιν, αλλά ο Μπωντλαίρ, στην ποίηση του οποίου εμφανίζεται συχνά η φιγούρα του flâneur, δηλαδή του αστού, του δανδή, του εστέτ και του αργόσχολου, πολλές φορές, πλάνητος που περιφερόταν στους δρόμους και στις στοές του Παρισιού τον 19ο αιώνα αφουγκραζόμενος τις καλειδοσκοπικές εκφάνσεις της νέας εποχής. Αντλώντας έμπνευση από τον Μπωντλαίρ, λοιπόν, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν ανήγαγε κατά τον 20ο αιώνα τη φιγούρα του flâneur ­σε αρχέτυπο της αστικής νεωτερικότητας, ενώ, παράλληλα, το εννοιολογικό πλαίσιο της λέξης άρχισε σταδιακά να διευρύνεται. Ο flâneur του Μπένγιαμιν ήταν ο περιπατητής-παρατηρητής που επιδιδόταν σε αστικές περιπλανήσεις με εξερευνητική ματιά και διάθεση. Φιγούρα-σύμβολο για καλλιτέχνες και συγγραφείς, ο πλάνης αναμειγνυόταν με το –για την ακρίβεια: βυθιζόταν και χανόταν στο– πλήθος και το παρατηρούσε στοχαστικά, χαζεύοντας παράλληλα τους δρόμους, τα κτήρια, την καθημερινότητα της αστικής ζωής, εν γένει, που τον περιέβαλλε, και κρατούσε νοητικές σημειώσεις που αργότερα τις μετέφραζε σε σκίτσα και πνευματώδη κείμενα που προορίζονταν να συμπεριληφθούν ως επιφυλλίδες σε εφημερίδες του Παρισιού.

Λόγω του περιεχομένου τους, τα κείμενα αυτά άλλοτε έρρεπαν προς τον δημοσιογραφικό λόγο και άλλοτε προς τη λογοτεχνία. Επειδή, μάλιστα, η φιγούρα του flâneur, εκτός από τα ποιήματα του Μπωντλαίρ, εμφανιζόταν και σε κείμενα του Πόε, οι περιηγητές αυτοί αντιμετωπίζονταν συχνά με καχυποψία, μιας και –ειδικά στις σελίδες του τελευταίου– συνδέονταν συνήθως με εγκληματίες και κατασκόπους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο flâneur στον Μπένγιαμιν λειτουργούσε και ως σύμβολο του αντικτύπου που έχει η ζωή στη σύγχρονη πόλη στην ανθρώπινη ψυχή.

Θα πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί πως αντίστοιχη μορφή του flâneur είχε εμφανιστεί πολύ νωρίτερα και στο Λονδίνο, ενώ τόσο εκεί όσο και στο Παρίσι, η παρουσία μιας αντίστοιχης θηλυκής φιγούρας, της flâneuse –της passante, όπως την απέδιδε ο Μαρσέλ Προυστ–, θα θεωρούνταν κάτι το αδιανόητο.

Προερχόμενη από την αρχαία σκανδιναβική λέξη flana, που σήμαινε το να περιπλανάται κανείς χωρίς σκοπό, η flânerie βγαίνει πλέον από τα όρια του Παρισιού, του Λονδίνου, όλων των αστικών κέντρων, αλλά και των γραπτών του Μπωντλαίρ, του Μπένγιαμιν και του Πόε, και γίνεται κομμάτι της σύγχρονης ζωής. Ο σύγχρονος flâneur, ενδεχομένως με ελαφρώς μποέμικη και αναπόφευκτα φιλοπερίεργη διάθεση, συνδυάζει την περιπλάνηση του σώματος με την περιπλάνηση του νου, βιώνοντας μία ολιστική εμπειρία. Είναι αυτός που περιπλανάται με οξυμμένη την ενσυναίσθηση και την περιέργεια –έστω και σκοπίμως– άσκοπα, προς αναζήτηση εικόνων, ήχων και μυρωδιών – πάντοτε τηρουμένων των αναλογιών, δεδομένης της σύγχρονης καθημερινότητας και των απαιτήσεών της. Αναζητά σε άγνωστες και γνωστές διαδρομές το φαινομενικά και για τον μέσο, βιαστικό περαστικό αδιάφορο, και μόλις το βρει –συνήθως αναπάντεχα–, το παρατηρεί, ενδεχομένως το φωτογραφίζει, ίσως αργότερα το αποδίδει και σε κείμενο, αλλά σε κάθε περίπτωση στοχάζεται γύρω από αυτό.

Ποιος να ζούσε, άραγε, σ’ αυτό το ετοιμόρροπο σπίτι με την κόκκινη ξεθωριασμένη πόρτα; Στο μικρό μπαλκονάκι του ορόφου έβγαινε όποιος ήθελε να καπνίσει όσο μέσα συνεχιζόταν η βεγγέρα; Πόσα ζευγάρια έχουν καθίσει σ’ αυτό το παγκάκι δίπλα από την ανθισμένη κουτσουπιά στο πάρκο; Τι γυρεύει ένας παππούς με γκλίτσα στο κέντρο της Αθήνας; Η κυρία στην ουρά για το ταμείο που, αντί να χαζέψει στο κινητό της, έβγαλε έναν φάκελο με φρεσκοεμφανισμένες φωτογραφίες, έχει καταφέρει άραγε να δει από κοντά το μωρό που απεικονίζεται στις περισσότερες από αυτές;

Ο αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Επίκουρος δίδασκε πως ο απώτερος σκοπός του ανθρώπου πρέπει να είναι η πνευματική και σωματική (σχετίζεται, άραγε, με το πλατωνικό ἐπιθυμητικόν;) ηδονή, δηλαδή η απελευθέρωση από τον πόνο του σώματος και την ταραχή του νου, η αταραξία, η ευδαιμονία. Το υπέρτατο αυτό αγαθό κατακτάται μέσω της αρετής και της γνώσης, η οποία αποτελεί το βασικό μέσο, προκειμένου ο άνθρωπος να απαλλαγεί από λανθασμένες πεποιθήσεις, φοβίες –με σημαντικότερη όλων τον φόβο του θανάτου– και κάθε λογής βάρη. Για όλα αυτά, ή μάλλον εξαιτίας όλων αυτών, ο Δάντης στη Θεία Κωμωδία του τοποθέτησε τους φλεγόμενους τάφους των Επικούρειων στον έκτο κύκλο της Κολάσεως.

Η flânerie, επομένως, ειδικά όταν το άτομο περιπλανάται με τα πόδια, όχι μόνο συνιστά δυνητικά πράξη διαλογισμού, αλλά φαίνεται πως εμπεριέχει και μία δόση επικούρειας φιλοσοφίας. Συνδέει το άτομο με το εδώ και το τώρα, αλλά κυρίως με τον ίδιο του τον εαυτό. Και μόλις αυτό επιτευχθεί, τίποτα δεν φαντάζει σημαντικότερο από ό,τι είναι στην πραγματικότητα – ακόμα και ο ίδιος ο θάνατος. Και γιατί «τέχνη», όπως προοιωνίζεται στον τίτλο; Γιατί τα οφέλη της flânerie μοιάζουν με εκείνα των καλών τεχνών, ενώ, παράλληλα, το «ταλέντο» από μόνο του δεν αρκεί: χρειάζεται και τριβή. Ας γίνουμε καλλιτέχνες, λοιπόν – είναι, άλλωστε, μεταδοτικό! 

Μοιράσου το με αγαπημένους σου