When you explain it, it becomes BANAL.

«Χέι, Γκουγκλ, πώς να ζήσω στα ’80s;»

Το thumbnail του άρθρου με τίτλο «Χέι, Γκουγκλ, πώς να ζήσω στα ’80s;»

Τα αποτελέσματα της αναζήτησης είναι άκρως απογοητευτικά, καθώς επικεντρώνονται σχεδόν αποκλειστικά σε στιλιστικές και μουσικές προτάσεις. Δεν είναι όμως ούτε τα υφάσματα και τα πατρόν ούτε οι μουσικές αυτές καθαυτές που αποτελούν το αντικείμενο ή μάλλον το αίτιο της διάχυτης (όπως φαίνεται από τις κάθε άλλο παρά ευάριθμες σελίδες-φόρους τιμής σε περασμένες δεκαετίες που έχουν δημιουργηθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) νοσταλγίας. Αντιθέτως, είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής εκείνης που μετρά στους νοσταλγούς της ακόμα και (ή ίσως: κυρίως) άτομα που δεν την έζησαν καν, της γραφούσης συμπεριλαμβανομένης.

«Τα ρομαντικοποιείς. Νομίζεις ότι όλα ήταν ρόδινα τότε;» Κάθε άλλο – άλλωστε, ούτε τώρα είναι, ούτε και θα είναι ποτέ. Ας το αποδομήσουμε λοιπόν. Τι είναι αυτό που νοσταλγούμε; Νοσταλγούμε τα πλακάκια στους τοίχους της κουζίνας με τα πολύχρωμα μοτίβα και τα σερβίτσια με τα άνθη. Τις κασέτες-mix tapes, τα βινύλια και τα CDs με το ένθετο βιβλιαράκι στο οποίο ήταν γραμμένοι οι στίχοι των τραγουδιών. Τα ραντεβού στα οποία δεν υπήρχε περιθώριο για στήσιμο. Τα βιβλία που αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης για μέρες μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσής τους. Τα γιαγιαδίστικα φαγητά και τον ελληνικό καφέ. Τους τενεκέδες φέτας που μετατρέπονταν σε γλάστρες. Τις πλαστικές καρέκλες που έβγαιναν στις γειτονιές κάθε απόγευμα του καλοκαιριού, για να μαζευτούν αργά το βράδυ. Το ότι δεν υπήρχαν κινητά.

Γιατί; Επειδή πλέον κυριαρχεί το μονόχρωμο και το μίνιμαλ; Επειδή πλέον μπορούμε να βρούμε και το πιο σπάνιο κομμάτι σε κλάσματα δευτερολέπτου και δωρεάν; Επειδή πλέον, αν αργήσουμε στο ραντεβού, μπορούμε να ενημερώσουμε, μπορούμε ακόμα και να στείλουμε το στίγμα μας; Επειδή πλέον τα βιβλία είναι αναλώσιμα; Επειδή πλέον αποφεύγουμε το πολύ λάδι και πίνουμε εσπρέσο; Επειδή πλέον τα ινσταγκραμικά φυτά που έχουν κατακλύσει κάθε εσωτερικό χώρο –και που παρεμπιπτόντως ευδοκιμούν σε βόρειες χώρες– απαιτούν και τις ανάλογες γλάστρες; Επειδή πλέον δεν ξέρουμε ποιος μένει δίπλα μας; Επειδή πλέον δεν έχουμε ζωή; Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι, μπορεί λίγο κι απ’ τα δυο.

Τις προάλλες έτυχε να κάνω μία δ ι α γ ώ ν ι α ανάγνωση του βιβλίου της Κάθριν Πράις που κυκλοφορεί και στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Key Books με τίτλο Πώς να χωρίσετε με το κινητό σας. Αν και πολλά από αυτά που αναφέρονται είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους (όπως το ότι το Instagram προκαλεί κατάθλιψη και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συλλήβδην προκαλούν εθισμό – άλλωστε, αν δεν πληρώνεις για κάποιο προϊόν, τότε μάλλον είσαι εσύ το προϊόν), ορισμένες διαπιστώσεις της συγγραφέως είναι σοκαριστικές. Το σεργιάνι από εφαρμογή σε εφαρμογή κάθε που πάει να προκύψει ελεύθερος χρόνος συρρικνώνει τον εγκέφαλό μας αποδεδειγμένα, μετατρέποντάς μας σε εθισμένους στην ντοπαμίνη FOMO-πληκτους που τρέμουν μην τυχόν και πάψουν να δέχονται θαυμασμό και επιβεβαίωση ή μην τους ξεπεράσει η πραγματικότητα. Θέλουμε να είμαστε μονίμως απασχολημένοι και θεωρούμε προτέρημα το να είμαστε «multitaskers», ενώ δεν είμαστε παρά «task-switchers» με μειούμενο χρόνο προσοχής, μειούμενη, «πασαλειμματική» μνήμη και αυξανόμενη τεμπελιά (κάτι ξέρει το Netflix που μας πάει από μόνο του στο επόμενο επεισόδιο).

Όταν ξανάρχισα να διαβάζω συστηματικά λογοτεχνία ύστερα από μία μακρά περίοδο αφιερωμένη σε ακαδημαϊκά αναγνώσματα, με τρόμο διαπίστωσα ότι είχα ξεμάθει να διαβάζω, αλλά είχα γίνει πολύ καλή στο να... «σκανάρω». Τελείωνα τα βιβλία πολύ πιο γρήγορα, συνέλεγα π λ η ρ ο φ ο ρ ί ε ς, δηλαδή τα στοιχεία που χρειαζόμουν, για να καταλάβω πού πηγαίνει η υπόθεση, και μέχρι εκεί. Ο εγκέφαλός μου ήταν πια εκπαιδευμένος να μη διαβάζει για ευχαρίστηση, αλλά για να βρίσκει το «χρήσιμο» σημείο που αναζητά! Και η συνειδητοποίηση αυτού ήταν το «χαστούκι» που –ευτυχώς!– με ξύπνησε.

Επομένως, το να αφαιρέσουμε κάποιες τουλάχιστον από τις εφαρμογές-δούρειους ίππους από το κινητό (μην περάσουμε δα και στο άλλο άκρο, της τεχνοφοβίας!), το να αγοράσουμε ένα ξυπνητήρι, μία συσκευή σταθερού τηλεφώνου ή ένα ραδιόφωνο, το να πάψουμε να κάνουμε mutatis mutandis ό,τι κάνουν και οι influencers που αποδοκιμάζουμε, αυτά από μόνα τους χωρίς ενσυνειδητότητα δεν σημαίνουν τίποτα. Εκτός από το FOMO, υπάρχει και το JOMO, και η βαρεμάρα μπορεί να αποτελέσει και πηγή δημιουργικότητας, η οποία βέβαια δεν θα πρέπει να ταυτίζεται αποκλειστικά με καλλιτεχνικές δραστηριότητες.

Ακόμα και αν η αισθητική αποτελεί σημαντικό παράγοντα, ίσως νοσταλγούμε τα ’80s και τα όποια ’80s, επειδή ένα (αθώο μάλλον) κομμάτι μέσα μας εξακολουθεί να παραμένει παιδί και ακόμα αντιδρά και αντιστέκεται σε μία πραγματικότητα η οποία ενδόμυχα το τρομάζει και στην οποία αισθάνεται ότι δεν χωράει ούτε ανήκει (ακόμα και αν αυτή η πραγματικότητα αποκαλείται απλώς «ενηλικίωση»). Κι αυτό, άλλωστε, μιας μορφής «αισθητική» είναι...


Μοιράσου το με αγαπημένους σου