When you explain it, it becomes BANAL.

Το κοινωνικά φορτισμένο τάνγκο

Ελένη Σακοράφα

Ελένη Σακοράφα

Μάρτιος 14, 2022

Κατηγορία: Τέχνη
#Χορός
Το thumbnail του άρθρου με τίτλο Το κοινωνικά φορτισμένο τάνγκο

Όταν σκεφτόμαστε τον χορό του τάνγκο, ίσως η πρώτη εικόνα που μας έρχεται είναι ωραία φορέματα, τακούνια και επίσημες σκηνές. Στην πραγματικότητα, όμως, το τάνγκο είναι ένας χορός με πλούσια λαϊκή ιστορία, διαμορφωμένη από τις φτωχότερες τάξεις και τα παθήματά τους ανά την ιστορία της Αργεντινής τα τελευταία 140 χρόνια.

Το τάνγκο εμφανίστηκε στην πρώιμη μορφή του το 1880 περίπου στις παρηκμασμένες συνοικίες του Μπουένος Άιρες, όπου εργάτες, μετανάστες και άντρες του λιμανιού συνωστίζονταν έξω από τα πορνεία ή στην αγορά και χόρευαν μεταξύ τους, για να περάσει η ώρα τους. Η κινησιολογία μιμούνταν τη σεξουαλική πράξη και, κατά πολλούς, ιδιαίτερα για την αστική τάξη, ήταν χυδαίο θέαμα. Για τον λόγο αυτόν, οι γυναίκες δεν συμμετείχαν στον χορό. Όσο όμως ταξίδευε ανά τις συνοικίες του Μπουένος Άιρες, αλλά και ανά τον κόσμο, φτάνοντας στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στο Παρίσι, ο χορός εξομαλυνόταν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, καθώς πλέον και γυναίκες χόρευαν, χρησιμοποιήθηκε από πολλούς ως δικαιολογία, ώστε τα δύο φύλα της ασφυκτικής και αυστηρής τάξης να εκφράσουν τα καταπιεσμένα τους πάθη, μιας και παρέμενε ένας ερωτικός χορός. Ως κάτι εξωτικό, κάτι αισθησιακό, το τάνγκο φτάνει στα αριστοκρατικά καμπαρέ της πλούσιας Ευρώπης, όπου αποθεώνεται.

Ενώ το περιεχόμενο των τραγουδιών αρχικά αφορούσε στη ζωή των εργατών και των ναυτικών στο Μπουένος Άιρες (γι’ αυτό, άλλωστε, οι στίχοι μιλούσαν για γυναίκες, πόρνες, προδοσία μεταξύ φίλων και καβγάδες), με την έλευση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το τάνγκο πλέον «οφείλει» να αντικατοπτρίζει τις σκέψεις και τα προβλήματα του κόσμου που το χορεύει, κι έτσι μιλάει για την απώλεια, τον θάνατο, τον πόλεμο… Με τις πολλαπλές δικτατορίες που βασάνισαν την Αργεντινή, μεταβάλλεται και η θεματολογία της στιχουργικής και πλέον οι στίχοι μιλάνε για το ότι ο εργάτης φυτοζωεί, ο πλούσιος πειθήνιος υποστηρικτής των στρατιωτικών κυριαρχεί, ενώ ο απλός κόσμος υποφέρει. Για τον λόγο αυτόν, εκδιώκεται ως μουσικό και χορευτικό είδος (ως χορευτικό είδος κυρίως λόγω του ότι είναι αντίθετο στον συντηρητισμό του καθεστώτος) και απαγορεύεται, καθώς προωθεί την ελευθερία και μοιράζεται με τους ακροατές του τις σκέψεις που όλοι έχουν, μα φοβούνται να εκφράσουν.

Κατά τις περιόδους που η Αργεντινή βρισκόταν υπό δικτατορικό καθεστώς, το τάνγκο λειτούργησε ως όργανο της αντιπολίτευσης, με τους εξόριστους πολιτικούς κρατούμενους να διαδίδουν μέσω αυτού τον πόνο και την εξαθλίωση της πατρίδας τους, γνωστοποιώντας τα στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Το περονικό καθεστώς αγκαλιάζει το τάνγκο, αν και επιθυμεί να το εκπολιτίσει. Στα χρόνια μετά τη σκληρή χούντα της Αργεντινής, κατά τα οποία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το τάνγκο είχε έντονο πολιτικό χαρακτήρα, ο χορός και η μουσική υφίστανται την επιρροή και άλλων σύγχρονων μουσικών ειδών, όπως της τζαζ, της οποίας η εξέλιξη συνόδευσε τις μεταβολές του τάνγκο μέσα στον χρόνο.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το τάνγκο συντρόφευσε τον αργεντίνικο λαό ανά την ιστορία του στις δυσκολίες του και εξέφρασε τα πάθη και τους προβληματισμούς του απλού κόσμου. Ένα δείγμα αυτού αποτελούν και οι ιδιαίτερα φορτισμένοι στίχοι του Que vachache (Τι να κάνουμε!), γραμμένοι από έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές του κοινωνικού τάνγκο, του Ενρίκε Σάντος Ντισέπολο.


Μα δεν βλέπεις, βλάκα,

πως το δίκιο πάει με τον λεφτά,

πως η τιμιότητα πουλιέται μετρητοίς και

η ηθική αξίζει δυο δεκάρες;

Πως δεν υπάρχει αλήθεια να αντέχει

μπρος σε φράγκα αληθινά;

[...]

Τι φταίω εγώ, αν πήρες τη ζωή στα σοβαρά,

αν περνιέσαι βλάκας, τρως αέρα και δεν έχεις ούτε στρώμα;

Τι να κάνουμε!

Σήμερα πεθάναν οι αξίες, ο Χριστός το ίδιο αξίζει

όπως και ο ληστής.


Μοιράσου το με αγαπημένους σου